Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΑΝΑΧΏΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΉΝ ΕΛΛΆΔΑ. ΑΦΗΓΗΤΉΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΆΣ ΜΟΝΉΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ .




ΑΝΑΧΏΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΉΝ ΕΛΛΆΔΑ. ΑΦΗΓΗΤΉΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΆΣ ΜΟΝΉΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ .


ΚΟΚΑΝΤ, ΤΑΣΚΕΝΔΗ, ΜΟΣΧΑ, ΟΔΗΣΣΟΣ


ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΑ ἤδη τά δεκαπέντε χρόνια μου καί δέν γνώριζα τήν ὕπαρξη τῆς Ἑλλάδος ὡς ἀνεξαρτήτου κράτους! Κανείς στο σπίτι δεν μιλοῦσε γι' αὐτό. Προφανῶς ἀπό φόβο, μήπως ἀπό ἐμᾶς, τά παιδιά, ξεφύγει κάποια κουβέντα, πού θά εἶχε τραγικές συνέπειες για ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια. Εξάλλου, ἀφορμή ζητοῦσαν οἱ Σοβιετικές Αρχές νά μᾶς στείλουν ἀκόμα πιό μακριά... Μόνο αργότερα, ἀφοῦ πήραμε στα χέρια μας τα διαβατήρια, σχεδόν την τελευταία στιγμή, μᾶς εἶπε ὁ πατέρας μου ὅτι φεύγουμε γιά τήν Ἑλλάδα.
Από τη Σοβιετική Ενωση μπορούσαμε ν᾿ ἀναχωρήσουμε χωρίς πρόβλημα, ἀφοῦ διατηρούσαμε τήν ἑλληνική ιθαγένεια Πρόβλημα, ὅμως, ὑπῆρχε ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἑλλάδος. Μια χώρα ταλαιπωρημένη ἀπό τή μικρασιατική καταστροφή, τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καί τόν ἐμφύλιο σπαραγμό, δέν μποροῦσε νά σηκώσει το βάρος ἄλλων προσφύγων. Γιά νά μᾶς δεχθεῖ θὰ ἔπρεπε κάποιοι συγγενεῖς μας, που κατοικοῦσαν ἤδη στὴν Ἑλλάδα, νά ἐγγυηθοῦν καί ν' ἀναλάβουν τη συντήρησή μας.
Ὅπως ἀνέφερα στα προηγούμενα κεφάλαια, ἡ ἀδελφή τοῦ πατέρα μου Ἐλπίδα μαζί μέ τόν σύζυγό της Ἡρακλῆ Παρχαρίδη ἀναχώρησαν ἀπό τή Ρωσία το 1936 καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἀθήνα, ὅπου ἵδρυσαν μιά επιχείρηση (αλλαντοποιεῖο).
Αὐτοί εἶχαν τήν οἰκονομική δυνατότητα νά μᾶς ἀναλάβουν.
Μᾶς ἔκαναν, λοιπόν, πρόσκληση, καί ἔτσι ἀναχωρήσαμε ἀπό τό Κοκάντ τοῦ Οὐζμπεκιστάν στις 4 Απριλίου τοῦ 1948.
Πλῆθος συγγενῶν, φίλων καί γνωστῶν μᾶς συνόδευσαν μέχρι τόν σιδηροδρομικό σταθμό, ἀπ' ὅπου μᾶς ἀποχαιρέτησαν μέ δάκρυα στα μάτια. Πόσο θά μᾶς μακάριζαν καί θά μᾶς ζήλευαν!
Στήν Τασκένδη, πού δέν ἀπεῖχε πολύ ἀπό τό Κοκάντ, ἀλλάξαμε τραίνο γιά τή Μόσχα. Ἐκεῖ φτάσαμε στις 6 Απριλίου, ἀφοῦ διασχίσαμε τεράστιες ἀποστάσεις μέσα ἀπό δάση, ἐρήμους, στέπες καί ποτάμια. Σε κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, μάλιστα, περάσαμε ἕναν μεγάλο ποταμό, ἴσως νά ἦταν ὁ Βόλγας, πού εἶχε ξεχειλίσει. Εἴδαμε ἀπό τό τραίνο ἀνθρώπους πάνω στις στέγες τῶν σπιτιών τους νά προσπαθοῦν νά σωθοῦν και βάρκες να περισυλλέγουν ὅσους μποροῦσαν.
Στη Μόσχα μείναμε μέσα στον σταθμό γιά ἀρκετές μέρες, περιμένοντας το τραίνο γιά τήν Οδησσό. Ήταν τότε συνηθισμένο αὐτό τό φαινόμενο! Το μεγαλύτερο μέρος τοῦ σταθμοῦ ἦταν κατειλημμένο ἀπό τούς ταξιδιῶτες, που παρέμεναν ἐκεῖ, ἄλλοι ἀναμένοντας το τραίνο, για να συνεχίσουν το ταξίδιτους, καί ἄλλοι φροντίζοντας γιά τήν ἔκδοση σχετικῶν ἀδειῶν.
Φτάσαμε στην Οδησσό στις 2 Μαΐου του 1948, Κυριακή τοῦ Πάσχα. Βλέπαμε το ξημέρωμα ηλικιωμένες γυναῖκες νά ἐπιστρέφουν ἀπό τίς ἐκκλησίες, κρατώντας δεματάκια μέ ἄσπρες πετσέτες. Ήταν τά ἐδέσματα, πού, σύμφωνα μέ τό ρωσικό ἔθιμο, εἶχε εὐλογήσει ὁ ἱερέας γιά τό πασχαλινό τραπέζι.
Στην Οδησσό περιμέναμε επτά ἡμέρες, μέ τήν ἐλπίδα νά περάσει κάποιο ἑλληνικό πλοίο γιά τήν Ἑλλάδα. Τό πλοῖο, ὅμως, ἀργοῦσε καί ὁ πατέρας ἀνησυχοῦσε. Ἀπό τόσα καί τόσα πού εἶχε περάσει, δέν εἶχε καμιά εμπιστοσύνη στα κρατικά ὄργανα. Μποροῦσαν ἀνά πᾶσα στιγμή, δίχως καμιά αἰτιολο-λγία, να ματαιώσουν το ταξίδι μας.
Μόλις πληροφορήθηκε ότι κατέφθασε το ρουμάνικο ὑπερωκεάνιο «Τρανσυλβάνια», τό ὁποῖο εἶχε τελικό προορισμό την Ιταλία, ἔτρεξε να βρει εισιτήρια γιά τήν τρίτη θέση. Δυστυχῶς, δέν ὑπῆρχαν. Τότε πούλησε ὅσα χρυσαφικά καί ἄλλα πολύτιμα ἀντικείμενα είχε φυλαγμένα, καί ἔβγαλε εἰσιτήρια γιά τήν
πρώτη θέση. Ἔτσι, ἀναχωρήσαμε μέ τό ὑπερωκεάνιο «Τρανσυλβάνια» για τη Δύση. Μαζί μας ταξίδευαν καί πολλές ἄλλες ἑλληνικές οικογένειες.
Ὅσο τό πλοῖο ἔπλεε στα χωρικά ὕδατα της Σοβιετικής Ενώσεως, ὁ πατέρας μου δέν ἔβγαζε μιλιά. Μόνο όταν περάσαμε τα Δαρδανέλια, πῆρε για πρώτη φορά μια βαθιά ανάσα και ἠρέμησε. Αὐτή τήν ψυχολογική του κατάσταση κανένας δέν θὰ μποροῦσε νά τήν καταλάβει, ἐάν δέν εἶχε ζήσει ὅσα ἔζησε
ἐκεῖνος 46 ὁλόκληρα χρόνια...
Ὅσο βρισκόμασταν στην Οδησσό καί περιμέναμε τό πλοῖο, θα ζούσαμε ἕνα οἰκογενειακό δράμα, ἐάν καί πάλι ὁ Θεός δέν ἔβαζε τό χέρι Του. Ἔκανα ἕναν περίπατο στην πόλη μέ τόν ἀδελφό μου Κυριάκο, ἐγώ δεκαπέντε χρονῶν καί ἐκεῖνος ἕξι.
Παρακολουθούσαμε ἀπορροφημένοι κάποιον ἐκσκαφέα, πού γκρέμιζε ἕνα παλιό σπίτι. Σέ μιά στιγμή γυρίζω δίπλα μου καί δέν βλέπω τόν Κυριάκο. Τρέχω ἀπό 'δῶ, τρέχω ἀπό 'κεῖ, πουθενά. Λές καί τόν κατάπιε ἡ γῆ! Τί νά κάνω, ξένος σέ μιά ξένη καί κακόφημη πόλη; Οἱ κλοπές, οἱ ἁρπαγές καί τά ἐγκλήματα στην Οδησσό ήταν καθημερινή ρουτίνα. Πῶς θά τολμοῦσα νά παρουσιαστῶ στούς γονεῖς μου χωρίς τόν ἀδελφό μου; Ποιό δρόμο να πάρω πρός ἀναζήτησή του σέ μιά τόσο μεγάλη πόλη, καί μάλιστα μέ τέτοιο λιμάνι; Πῆρα γιά λίγο μιάν εὐθεία ὁδό.
Μετά κάτι μοῦ ἔλεγε να κάνω πίσω. Κάνοντας, εὐτυχῶς, πίσω, εἶδα τόν Κυριάκο νά ἀνεβαίνει μιάν ἀνηφόρα κλαίγοντας! Ὁ συγκλονισμός, πού ἔνιωσα τότε, γεννιέται μέσα μου μέχρι σήμερα, κάθε φορά πού φέρνω αὐτό τό γεγονός στη μνήμη μου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΒΗΡΥΤΟΣ, ΧΑΪΦΑ, ΝΕΑΠΟΛΗ, ΜΠΑΡΙ, ΠΡΙΝΤΕΖΙ, ΚΕΡΚΥΡΑ, ΠΑΤΡΑ, ΛΟΥΤΡΑΚΙ, ΑΘΗΝΑ
Το ὑπερωκεάνιο «Τρανσυλβάνια» ἦταν ὑπέροχο! Ἔδεσε γιά μερικές ώρες στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν σούρουπο, και στο βάθος φαινόταν ἡ Ἁγια-Σοφιά. Γιά τόν ἔξω ἀπό τή Σοβιετική Ενωση κόσμο ἐμεῖς δεν γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα.
Μετά τήν Πόλη, ἀφοῦ διασχίσαμε τον Ελλήσποντο καί τό Αἰγαῖο, δέσαμε στη Βηρυτό. Ἐκεῖ εἶδα για πρώτη φορά έλληνικό φορτηγό πλοῖο μέ τήν ἑλληνική σημαία στην πρύμνη.
Σκίρτησε ἡ καρδιά μου! Ἕνα πρωτόγνωρο συναίσθημα με κατέλαβε. Ἔνιωθα πιά Ἕλληνας!
Ὁ ἑπόμενος σταθμός ἦταν τό λιμάνι τῆς Χάιφα. Ἦταν ἡ χρονιά πού ἱδρύθηκε το κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Τά ἀμερικανικά πολεμικά πλοῖα εἶχαν δέσει στά ἀνοικτά, κάποιες ταραχές γίνονταν στό ἐσωτερικό, ἀπό τό πλοῖο μας μερικοί πετοῦσαν ἐνημερωτικά φυλλάδια... Ταξίδευαν μαζί μας καί πολλοί
Ἑβραῖοι. Ὅταν μάθαιναν ὅτι ἤμασταν Ἕλληνες, δέν ἔκρυβαν τόν θαυμασμό τους γιά μᾶς.
Στό πλοῖο γιά πρώτη φορά ἔφαγα ἐλιές, καί ἡ γεύση τους παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα στη μνήμη μου. Τό ψωμί, πού εἴχαμε μαζί μας ἀπό τή Ρωσία, ἦταν κατάμαυρο, καί πολλοί ἀπό τούς ξένους ἐπιβάτες νόμιζαν ὅτι τρώγαμε σοκολάτες.
Ἐμεῖς, σαν παιδιά, οὔτε στο πλοῖο καθόμασταν φρόνιμα: Παίζαμε μπάλα, κρυφτό καί ὅ,τι ἄλλο σκαρφιζόμασταν.
Φεύγοντας ἀπό τή Χάιφα, μέ τά ὡραῖα πορτοκάλια πού μᾶςωπροσέφεραν, πλεύσαμε νότια της Κρήτης και τελικά φτάσαμε στη Νεάπολη τῆς Ἰταλίας, περνώντας ἀνάμεσα ἀπό τή Σικελία καί τή Νότια Ιταλία. Τότε κατάπληκτος ἀντίκρισα για πρώτη φορά τόν Βεζούβιο να βγάζει καπνό. Δέν πίστευα ὅτι ἤμουν μπροστά του! Εἶχα ακούσει πολλά γι' αὐτό τό ενεργό ηφαίστειο, καί τώρα τό ἔβλεπα ολοζώντανο!
Στη Νεάπολη το Ελληνικό Προξενείο είχε λάβει ὅλα τά ἀπαραίτητα μέτρα. Στον καθένα μας ἔδωσαν ἕνα δέμα μέ τρόφιμα. Ἀπό ἐκεῖ μέ ἠλεκτρικό τραινο φύγαμε γιά τό Μπάρι. Μᾶς ἔκαναν εντύπωση κάποιοι πλανόδιοι Ἰταλοί ὀργανοπαίκτες,πού, μπαίνοντας στο τραίνο, μόλις ἔμαθαν ὅτι ἤμασταν Ἕλληνες, ἄρχισαν να παίζουν το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Κορόιδο Μουσολίνι...».
Στο Μπάρι έγκατασταθήκαμε για πολλές μέρες σ' ἕναν καταυλισμό προσφύγων, αναμένοντας να φανεί κάποιο ελληνικό πλοῖο.
Στον καταυλισμό ὑπῆρχαν καί πολλοί Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεφαν στο Ισραήλ γιὰ νὰ τὸ ἐποικήσουν.
Από το Μπάρι φτάσαμε στο Πρίντεζι, ἀπό ὅπου ἐπιβιβαστήκαμε σ' ένα μικρό πλοῖο καί περάσαμε στην Κέρκυρα. Περνώντας ανάμεσα ἀπὸ τὴν Κέρκυρα καί τήν Ἀλβανία, ἀκούγαμε πυροβολισμούς, καί μᾶς συμβούλεψαν να προσέχουμε τῆς ἀδέσποτες σφαίρες.
Στην Κέρκυρα παραμείναμε για δυό-τρεῖς μέρες σ' ἕναν ἑνιαῖο κτιριακό χῶρο, αναμένοντας πάλι ἄλλο πλοῖο. Ταξίδι με δόσεις! Οι κυρίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων τῆς Κέρκυρας μᾶς περιποιήθηκαν ἰδιαιτέρως. Μᾶς προσέφεραν πλούσια φαγητά καί μᾶς ξενάγησαν στὰ ἀξιοθέατα τῆς πόλης. Ὅταν μπήκα στον Ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καί ἀντίκρισα τα καθίσματα στη σειρά, νόμιζα ὅτι μπήκα σε θέατρο. Ποτέ ως τότε δέν εἶχα δεῖ ναό με καθίσματα, γιατί στη Ρωσία δέν ὑπῆρχε τέτοια συνήθεια.
Ἡ θάλασσα και το ψάρεμα ἦταν πάντοτε ἡ πιὸ εὐχάριστη ἀπασχόλησή μου. Δέν ἔχασα τον χρόνο μου. Με παραμάνες έκανα αγκίστρια καί ἄρχισα να ψαρεύω. Η πρώτη «τυχερή» ήταν μια σαλιάρα...
Ἐπιτέλους, ἦρθε τό ἀναμενόμενο! Ένα μικρό φορτηγό πλοίο.
Ἐπιβιβαστήκαμε καί ἀποπλεύσαμε γιά τήν Πάτρα. Ἀπό ἐκεῖ μέ ἄλλο πλεούμενο φτάσαμε στο Λουτράκι. Καί ἀπό ἐκεῖ μέ φορτηγά ὁδηγηθήκαμε στην Αθήνα.
Στό ὕψος τῆς λεωφόρου Καβάλας ἀντίκρισα τόν Παρθενώνα... Συγκλονίστηκα. Ἦταν ἀλήθεια! Βρισκόμουν ἀπέναντι ἀπό τήν Ἀκρόπολη, γιά τήν ὁποία τόσα καί τόσα εἴχαμε ἀκούσει στο Γυμνάσιο ἀπό τόν καθηγητή τῆς Ἱστορίας! Ήταν τό
Λ δεύτερο σόκ πού ἔπαθα μετά τή θέα τοῦ Βεζουβίου.
Θα πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι, γιά νά φτάσουμε ἀπό τό Λουτράκι στην Αθήνα, περάσαμε από πολλούς ἐλέγχους, λόγω τοῦ Εμφυλίου Πολέμου, πού δέν εἶχε κοπάσει ἀκόμη. Φτάνοντας, μᾶς πῆγαν σ' ἕνα κτίριο ἀπέναντι ἀπό τόν Σταθμό Λαρίσης, ἀπό ὅπου μᾶς παρέλαβαν ὁ θεῖος μου Ἡρακλῆς καί ἡ θεία μου Ἐλπίδα καί μᾶς πῆραν στο σπίτι τους, στο Θησεῖο (ὁδός Ήβης 15).
Η πρώτη έξοδος μετά τόν ἐρχομό μας ἔγινε τό ἀπόγευμα τῆς 28ης Ἰουνίου, κατά τήν ὁποία ἐπισκεφθήκαμε τον βράχο τῆς Ἀκροπόλεως καί τόν Ἄρειο Πάγο, ὅπου παρακολουθήσαμε την τελετή τοῦ Ἑσπερινοῦ γιά τήν ἑορτή τῶν ἁγίων πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου και Παύλου.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ.  Αρχιμανδρίτης Τιμόθεου. ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΆΣ ΜΟΝΉΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.Αυτοβιογραφικες σελίδες. Παιδικά χρόνια στη Ρωσία.
Εκδόσεις Ιερά Μονή Παρακλήτου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: