Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 22 Μαΐου 2022
ΣΩΤΗΡΊΟΙ ΛΌΓΟΙ ΤΟΎ ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΌΛΑΟΥ ΓΚΟΥΡΓΙΑΝΩΦ. ΓΙΑ ΤΟ ΎΨΟΣ ΤΉΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΎΝΗΣ
Γιὰ τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσης
Θαυμάσια ιδιαιτερότητα τοῦ Πατερούλη ἀποτελοῦσε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἐξέταζε ποτέ, ποιός ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐρχόταν κοντά
του, τὴν θέση ποὺ κατεῖχε ἢ τὸ ἀξίωμά του. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ ἐπίγειες διακρίσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ κανένα τρόπο δὲν ἔκαναν
τὸν Γέροντα νὰ κάνει διάκριση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Πρωτίστως ἔβλεπε τὴν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἡ ψυχή, ὡς γνωστό, δὲν ἔχει ἀξιώματα. Αὐτὴ μπορεῖ μόνο νὰ χάννεται στὰ δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ,
φορτωμένη μὲ ἁμαρτίες ἢ νὰ καθαρίζεται μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ πορεύεται πρὸς τὸν Θεό.
Θα διηγηθῶ μία διδακτικὴ περίπτωση ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα. Ἦταν καλοκαίρι του 1998, ἦταν ἡ πιὸ δύσκολη
χρονιὰ γιὰ τὸν Γέροντα. Γινόταν κάτι τὸ πρωτοφανές γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν Γέροντα, ἀσκητὴ καὶ ἱκέτη,
συνεχῶς λεωφορεῖα ἔφερναν προσκυνητές. Καὶ αὐτὸ γινόταν σέ διάρκεια τριῶν ἐτῶν, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ 1997, μέχρι καὶ τὸν
Σεπτέμβριο τοῦ 1999, ὅταν ὁ Κύριος τόν ἀπέκρυψε δίνοντάς του τὴν ἀσθένεια.
Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ἔνταση τοῦ καλοκαιριοῦ εἶχε ἔρθει στὸ Νησί, στὸν Πατερούλη ἀκόμα μία ὁμάδα. Τὴν ἔφερε μία μητέρα-
Ἡγουμένη ἀπὸ κάποιο Μοναστήρι, σύμφωνα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιερέα της. Ηταν ὁμάδα ἐκπροσώπων κρατικῶν καὶ νομικῶν
ὑπηρεσιῶν ἀπὸ διάφορα μέρη. Ἐκείνη τὴν ὥρα, περίπου τρεῖς μετὰ τὸ μεσημέρι, ὁ Αγιος Γέροντας ξεκουραζόταν, ἐνῶ τὴν ἴδια μέρα τὸ πρωί εἶχε δεχτεῖ δύο λεωφορεῖα προσκυνητῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
ἔρθει ἐκδρομὴ γιὰ νὰ τὸν δοῦν ἀπὸ κοντά. Ὁ καιρὸς ἦταν ζεστός, ἀλλὰ δὲν εἶχε καύσωνα. Δίπλα στὸ κελλί, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν καγκελόπορτα, δίπλα σέ τρεῖς μεγάλες πέτρες, πάνω στὸ χορτάρι,
βολεύτηκαν αὐτοὶ ποὺ εἶχαν πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα καὶ
περίμεναν τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ μιλήσουν καὶ νὰ τοῦ κάνουν ἔστω καὶ μία ἐρώτηση, γιὰ τὴν ὁποία εἶχαν ἔρθει. Σχεδὸν ὅλοι ἀπὸ τὸ
«ἀπέραντο μακριά», ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας... Μέσα σὲ τόσο πλῆθος κόσμου, αὐτὸ δὲν ἦταν εὔκολο. Ἤλπιζαν στὸν Κύριο καὶ στὸ θαῦμα καὶ περίμεναν ὑπομονετικά.
Ἡ μητέρα-Ἡγουμένη ἀπευθύνθηκε μὲ τὴν παράκληση, νὰ δεχτεῖ ὁ Γέροντας ὁπωσδήποτε τοὺς ἐπισκέπτες, τοὺς ὁποίους αὐτὴ συνόδευε. Καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ σεβαστὸς ἀπὸ ὅλους Γέροντας κουράστηκε καὶ ξεκουράζεται, αὐτὴ ἐπέμεινε:
«Χρειάζεται νὰ τοὺς δεχτεῖτε! Εἶναι πολὺ ὑψηλοὶ ἐπισκέπτες!»
Ὅταν ὁ Πατερούλης ξεκουράστηκε καὶ βγήκε ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ κελλί, τοῦ μεταφέραμε τὴν παράκληση τῆς Ἡγουμένης
γιὰ τοὺς ὑψηλοὺς ἐπισκέπτες.
«Λέτε "ὑψηλοί”;», ζωήρεψε ὁ Γέροντας καὶ γρήγορα ἔβαλεβτὸ ράσο του, σταυροκοπήθηκε στις Άγιες εἰκόνες καὶ
κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἔξοδο. Ἐγὼ παρατηροῦσα αὐτὰ ποὺ γίνονταν. Ὁ Πατερούλης μισάνοιξε τὴν πόρτα, ἡ ὁποία ἔβγαινε στὸν κήπο τῆς Ἱερουσαλήμ. Παντοῦ πλήθος κόσμου καὶ στὴν ἀρχὴ
της γραμμής, μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόρτα στέκονταν οἱ ὑψηλοὶ ἐπισκέπτες, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὴν μητέρα-Ηγουμένη. Ὅλοι ζωήρεψαν, ἐλπίζοντας νὰ μιλήσουν μὲ τὸν Γέροντα.
Ὁ πατήρ Νικόλαος στράφηκε σὲ μένα καὶ δείχνοντας πρὸς
τοὺς ὑψηλοὺς ἐπισκέπτες ρώτησε: «Αὐτοὶ εἶναι οἱ ὑψηλοί ἐπισκέπτες;» – «Ναί, Πάτερ. Δεχτεῖτε τοὺς πρώτους!» παρακάλεσε
ἡ μητέρα-Ἡγουμένη, κάνοντας βήμα μπροστά. Ὁ Γέροντας σήκωσε τὸ χέρι καὶ πῆρε ἀπὸ ἕνα μικρούτσικο ράφι πάνω ἀπὸ τὴννεἴσοδο τὸ μπουκαλάκι μὲ τὸ λαδάκι τῆς Ἱερουσαλήμ.
Οἱ ὑψηλοὶ ἐπισκέπτες πλησίασαν τὴν πόρτα γιὰ νὰ προσέλθουν πρῶτοι γιὰ νὰ τοὺς σταυρώσει μὲ τὸ λαδάκι ὁ Γέροντας. Αὐτὸς ὅμως γύρισε ξαφνικὰ πρὸς τὰ δεξιὰ ἀπὸ τὴν
ἐξώπορτα καὶ ἄρχισε νὰ προχωρᾷ κατὰ μῆκος τοῦ τοίχου τοῦ σπιτιοῦ, στὸ στενὸ μονοπάτι πρὸς τὴν καγκελόπορτα, ὅπου ἦταν τὸ τέλος τῆς μακρινῆς γραμμῆς τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι, κρατώντας
τὴν ἀνάσα τους, ἔβλεπαν τὸν ἀγαπητὸ πατέρα Νικόλαο... Κανεὶς
δὲν τολμοῦσε νὰ κουνηθεὶ ἀπὸ τὴν θέση του. Σιγά-σιγά, πλησιάζοντας τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο ὁ φωτοφόρος Γέροντας
κοντοστάθηκε στὸ τέλος τοῦ λιθόστρωτου μονοπατιοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν λίγο πιὸ χαμηλὸ στὴν ἀρχὴ, ἀπ' ὅ, τι μπροστὰ στὴν πόρτα
τοῦ κελλιοῦ του, ὅπου στέκονταν οἱ ὑψηλοὶ ἐπισκέπτες. Στάθηκε στὸ μονοπάτι πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς ἐπισκέπτες,
στράφηκε πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν Ἡγουμένη καὶ βλέποντάς τους ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, ῥώτησε δυνατὰ καὶ αὐστηρά: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι πιὸ ὑψηλὸς ἀπὸ ἐσᾶς;» – καὶ ξεκίνησε νὰ σταυρώνει μὲ λαδάκι,
ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς τελευταίους προσκηνητές.
Σταύρωνε καὶ εὐλογοῦσε, προφέροντας καθαρὰ τὴν ἀγαπημένη του νουθεσία, γιὰ νὰ ἀκοῦνε ὅλοι:
Ὅλα θὰ ἐξαφανιστοῦν σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο,
Ὅπως τὰ χόρτα καὶ τὰ ἆνθη στὰ λειβάδια...
Ὁ ζητιᾶνος στὰ κουρέλια, ὁ βασιλιᾶς στὰ πορφυρᾶ, Κι' οἱ δύο θὰ γίνουνε τέφρα...
Ἔπειτα εἶπε χαμηλόφωνα: «Προσφιλεστάτοι μου! Ποτὲ μὴν ξεχνᾶτε, τὶ λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «Καὶ ἰδοὺ εἰσίν ἔσχατοι οἱ ἔσονται πρῶτοι, καὶ εἰσὶ πρῶτοι οἱ ἔσονται ἔσχατοι» (Λκ., 13.30).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου