Ό Σπυρίδων ήδη από την μικρή του ηλικία ήταν «παιδαριογέρων» και φιλοσοφούσε την ζωή. Κάθε φορά που πήγαινε με τους γονείς του στις κηδείες των συγγενών και φίλων, το μυστήριο του θανάτου συγκλόνιζε την παιδική του ψυχή και του δημιουργούσε έντονο προβληματισμό.
Ήταν περίπου οκτώ ετών, όταν σε μία κηδεία συνειδητοποίησε το αμετάκλητο του θανάτου. Ή ευαίσθητη ψυχή του βυθίσθηκε σε απελπισία. Δεν άντεχε να βλέπει την σκηνή της ταφής, τον θρήνο των συγγενών, τον ενταφιασμό του βασιλικού πλάσματος στην γη. Του ήταν ανυπόφορη ή διαπίστωσης τής φθοράς και τής ματαιότητος του κόσμου. Στο τέλος μιας κηδείας, στάθηκε μόνος πάνω από τον τάφο και σκέφθηκε: «Εδώ, λοιπόν, τελειώνουν όλα;». Και ή θλίψις σκότισε τον νου του.
Να, πώς περιγράφει την εμπειρία του ό Παππούς: «Μικρό παιδάκι με πήγαιναν στις κηδείες των συγγενών μου. Είχα τέτοια λύπη μέσα μου, όταν έβλεπα τον νεκρό να τον σκεπάζουν με το χώμα! Και σκεπτόμουν: Μέχρι εδώ είναι; Ύστερα τελειώνουν όλα; Θα σταματήσει ή ζωή; Και είχα μέσα μου ένα μαρασμό, με την σκέψη ότι θα πεθάνω και εγώ μια μέρα. Από μικρά παιδιά, μόλις καταλάβαμε την ζωή, τον εαυτό μας, είχαμε μία έννοια, έστω και αμυδρά, περί Θεού, περί τής Βασιλείας Του και περί του θανάτου αλλά είχαμε άγνοια τής μετά θάνατον ζωής και λέγαμε: Άμα τελειώνει ή ζωή, τί γίνεται; Που πηγαίνομε;».
Ή έννοια του θανάτου ήταν ασυμβίβαστη με την αδιάφθορη ψυχή του, που ποθούσε την αιωνιότητα. Ή ανήσυχη σκέψης του αναζητούσε την αλήθεια. Και ό Θεός, που τον χειραγωγούσε εξ απαλών ονύχων στην Θεογνωσία, δεν τον άφησε μόνο του να παραδέρνει με τούς λογισμούς τής απελπισίας.
«Αυτή την ανησυχία», συνεχίζει ό Παππούς, «είδε ό Θεός και μας επεσκέφθη διά της Χάριτος Του και μας είπε:
Αυτή ή αγάπη της αιωνίου ζωής υπήρξε ή πυξίδα τής ζωής του. Μόλις κατενόησε ότι υπάρχει αιώνιος ζωή «εν τω Θεώ», εστράφη όλος προς αυτήν. «Όταν ανακάλυψα ότι υπάρχει αιωνιότης και ό Αναστάς Χριστός, άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν. Άρχισα να αναζητώ την αλήθεια και τελευταία κατέληξα να ζητήσω εξομολόγηση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου