Κτυπά ή καμπάνα για την Αγρυπνία στην Ιερά Μονή Βολοκολάμσκ.. Θα γίνει στον έπιπύλιο ναό. Στο μικρό αυτό εκκλησάκι στις 23 Ιουλίου 1988, έγινε ή πρώτη ανεπίσημη Θεία Λειτουργία στο μοναστήρι. Αρχιερατικό συλλείτουργο από τον Μητροπολίτη Πιτιρίμ, τον Μητροπολίτη της Στάρα Ζαγορά (Βουλγαρίας) Παγκράτιο καί τον Έλληνα Επίσκοπο Άνδρούσης Αναστάσιο .
Ή Αγρυπνία είναι μία μακρά ακολουθία (διαρκεί περισσότερο από τρεις ώρες), και αποτελείται βασικώς από τον Εσπερινό και τον Όρθρο της επομένης ημέρας.
Ό χώρος του ναού πολύ μικρός, γέμισε κυρίως από γυναίκες της περιοχής. Ατμόσφαιρα κατανυκτική. Ό φωτισμός ελάχιστος. Δύο-τρία καντήλια αναμμένα, δύο-τρία κεριά στην Αγία Τράπεζα και στην Προσκομιδή. Μερικά άλλα κεράκια πού κρατούν στα ροζιασμένα χέρια τους χωριάτισσες, φωτίζουν τα πλισεδένια πρόσωπά τους. Όλοι όρθιοι - καρέκλες δεν υπάρχουν - χωρίς κανέναν ψίθυρο ή κίνηση.
Με απορία διαπιστώνω ότι οι ψάλτες ψέλνουν και διαβάζουν από φωτοτυπίες. Ό π. Ιννοκέντιο θα μου εξηγήσει αργότερα, πώς καθώς και νέες εκκλησίες ανοίγουν συνεχώς, τον Τμήμα Εκδόσεων του Πατριαρχείου δεν προλαμβάνει κι ούτε έχει τα απαραίτητα υλικά - χαρτί, μελάνια κ.λπ. - να τις εφοδιάζει με λειτουργικά και μουσικά βιβλία. Έτσι ή ανάγκη αντιμετωπίζεται με φωτοτυπίες. Τον ίδιο μεγάλη είναι ή ανάγκη και σε λειτουργικά σκεύη και ιερά καλύμματα.
Γίνεται ή «Είσοδος» μετά του Ευαγγελίου. Ό δόκιμος μοναχός Σέργιος προηγείται με την μεγάλη λαμπάδα. Είναι νέος, σχεδόν ακόμη έφηβος, με μάτια πού λάμπουν αντιφεγγίζοντας τον φώς της λαμπάδας, αδύνατος, ολόισιος με αραιά γένια και καστανά μακριά μαλλιά. Μέσα στο μισόφωτο των κεριών ή μορφή του μου φαίνεται γνωστή. Όταν τον βράδυ ξανάφερα στο νου μου την εικόνα, θυμήθηκα τον «σεμνό αγόρι» του Φιοντόρ Παύλοβιτς Καραμάζωφ , «τον ήσυχό του, τον αγαπημένο του» παιδί του στάρετς Ζωσιμά, τον Άλιόσα, «πού εκείνον τον καιρό ήταν γεροδεμένος με κόκκινα μάγουλα, με φωτεινό βλέμμα, όλος υγεία, πάνω στην άνθιση των δεκαεννιά του χρόνων, πολύ όμορφος, με στητή κορμοστασιά, κάπως ψηλός, καστανός, με κανονικό ανεπίσημη και κάπως μακρουλό πρόσωπο, με λαμπερά σκουρόγκριζα μάτια, αρκετά μακριά τον 'να από' τ' άλλο και φαινόταν πάντα πολύ σκεφτικός και ήρεμος». Τότε κατάλαβα πώς ό δόκιμος μοναχός Σέργιος, ίσως να ήταν ό δόκιμος μοναχός Άλιόσα. Από τότε και ό π. Βασίλειος και 'γώ τον λέμε Άλιόσα.
Ή Αγρυπνία τελειώνει. Πότε πέρασαν ο! τρεις τόσες ώρες και μάλιστα ορθοστασία δεν κατάλαβα.
Απόψε θα κοιμηθούμε στο σπίτι του π. Νικολάου. Είναι ό Ιερεύς πού εφημερεύει στο Ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου στο Βόζμισε, πού είναι τον αρχαίο Κρεμλίνο της πόλης του Βολοκολάμσκ και ή έδρα της ομώνυμης μητροπολιτικής επαρχίας. Δίπλα στο ναό τον σπίτι του ιερέως. Μια ισόγεια ίζμπα . Στην γωνία τής μεγάλης κάμαρας-σαλονιού ή εικόνα τής Παναγίας με τον καντήλι αναμμένο. Σ' όλα τα σπίτια πού επισκεφτήκαμε ή εικόνα τής Παναγίας με τον αναμμένο καντήλι της στόλιζε την μεγάλη κάμαρα. Κι οι Ρώσοι, μόλις μπουν στο σπίτι ή πριν φύγουν από' αυτό, στέκονται με σεβασμό, κάνουν τον σταυρό τους και προσκυνούν την εικόνα.
Ό π. Νικόλαος είναι ψηλός, με ρούσα γένια και μαλλιά. Χαρακτηριστικός τύπος Ρώσου κληρικού. Έχει τρία χαριτωμένα παιδιά Τον αγόρι, ό Κόστια, υπηρετεί και στην Εκκλησία. Ή φτώχια φωνάζει γύρω μας. Από τα ρούχα των παιδιών και τής πρεσβυτέρας μέχρι τα σικλαμέν πλαστικά παπούτσια πού φοράει ό π. Νικόλαος. Τα μόνα πού βρήκε ό άνθρωπος να αγοράσει.
Ή καρδιά όμως του π. Νικολάου είναι γεμάτη ανθρωπιά και ζήλο για την διάδοση της πίστης. Τα δύσκολα χρόνια της κομμουνιστικής τρομοκρατίας ό π. Νικόλαος συνήθιζε να μαζεύει στην ίζμπα του τις άπλες γυναίκες τού λαού και να διηγείται ιστορίες από' την Αγία Γραφή. Τούτο τον καλοκαίρι μια ομάδα από εκατό και πλέον σπουδαστές της αρχιτεκτονικής σχολής τού Πολυτεχνείου τού Λένινγκραντ πήγε να εργαστεί και να αποτυπώσει τον μοναστήρι τού Βολοκολάμσκ. Τα βράδια μετά την εργασία ό π. Νικόλαος συνήθιζε να κάθεται και να κουβεντιάζει μαζί τους. Αποτέλεσμα αυτής τής «εν άπλότητι» αναστροφής, ή βάπτιση τριάντα σπουδαστών!
Έτσι ό π. Νικόλαος πραγματώνει την τελευταία υποθήκη τού ετοιμοθάνατου στάρετς Ζωσιμά προς τον απλό ιερέα:
«...Θα μπορούσε ό ιερεύς, μια φορά την εβδομάδα τουλάχιστον, τον βράδυ, να καλέσει στο σπίτι του έστω και τα παιδιά στην αρχή και να τούς μιλήσει. Θα τον μάθαιναν αυτό οι πατεράδες τους και θα πήγαιναν κι αυτοί. Κι ούτε χρειάζεται να κτισθούν μέγαρα για να γίνει αυτό. Μπορεί να τούς δεχτεί και στην ίζμπα του. Κι ούτε θα πρέπει να φοβάται πώς θα τού βρωμίσουν την ίζμπα του. Για μια ώρα όλη κι όλη θα τούς φιλοξενήσει. Θα μπορούσε ν' ανοίξει τότε την Γραφή και να τούς διαβάσει χωρίς υπέρσοφες κουβέντες και χωρίς οίηση και χωρίς να επαίρεται γι' αυτό, μα συγκινημένα και τρυφερά, νιώθοντας κι ό ίδιος χαρά πού τούς διαβάζει και εκείνοι τον ακούν και τον καταλαβαίνουν, αγαπώντας κι ό ίδιος τούτες τις ρήσεις, σταματώντας μονάχα πού και πού για να εξηγήσει μια λέξη πού δεν την καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι. Κι ας μην ανησυχεί, όλα θα τα καταλάβουν όλα θα τα καταλάβει ή ορθόδοξη καρδιά! Ας τους διαβάσει για τον Αβραάμ και την Σάρα, για τον Ισαάκ και την Ρεβέκκα, για τον πώς ό Ιακώβ πήγαινε στον Λάβαν και πάλεψε στ' όνειρο του με τον Κύριο... Ας τους διαβάσει, ιδιαίτερα στα παιδιά, για τον πώς τ' αδέλφια πουλήσανε για δούλο τον ίδιο τον αδελφό τους, τον Ιωσήφ... Ας κλάψει και κείνος, ό ιερέας του Θεού, και θα δει πώς θα συγκινηθούν οι καρδιές των ανθρώπων πού τον ακούν. Μονάχα ένας μικρός σπόρος χρειάζεται, ένας μικρούτσικος σπόρος. Ας ρίξει αυτόν τον σπόρο στην ψυχή του απλού ανθρώπου και δεν θα πεθάνει, θα ζει πάντα 'κει πέρα, σ' όλη του την ζωή, θα μείνει εκείνον μες στο σκοτάδι, μέσα στην δυσωδία των κριμάτων του σαν φωτερό σημείο, σαν μια μεγάλη υπενθύμιση. Κι ούτε χρειάζεται να του εξηγήσει κανείς και να ιόν διδάξει. Θα τα καταλάβει μόνος του έτσι απλά όπως είναι...».
Καθόμαστε για τον δείπνο. Ό π. Νικόλαος μας εξηγεί πώς θα 'ναι φτωχικό. Τσάι, πού τον πίνουμε σε ραγισμένα φλιτζάνια, και ψωμί. Σε λίγο μας φέρνει μία κηρήθρα μέλι, πού 'βγάλε από' τις κυψέλες του. Ευωχία αγάπης και ανθρωπιάς, καθώς με δάκρυα στα μάτια ό π. Νικόλαος μας κοιτάει να πίνουμε τσάι και να τρώμε ψωμί και μέλι και μιλάει για την μεγάλη ευλογία πού δέχτηκε από τον Θεό, φιλοξενώντας στο σπίτι του ορθόδοξους αδελφούς από την Ελλάδα και ιδιαίτερα έναν ηγούμενο από τον Αγιον Όρος τον πατέρα Βασίλειο Γοντικάκη.
ΒΙΒΛ. ΡΩΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΜΕΡΑ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΑΛΕΤΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου