Τα κρατικά και τα ατομικά συμφέροντα, όπως συμβαίνει πάντα, συμπίπτουν και εδώ. Γιατί και το κράτος το συμφέρει να στέλνει τους κρατούμενους στο στρατόπεδο με κατευθείαν δρομολόγια, χωρίς να επιβαρύνει τις συγκοινωνιακές αρτηρίες των πόλεων, τους αυτοκινητοδρόμους και το προσωπικό των μεταγωγικών φυλακών. Αυτό το είχαν αντιληφθεί από παλιά στο ΓΚΟΥΛΑΓΚ και χρησιμοποιούσαν τα έξης μέσα: καραβάνια από κόκκινα βαγόνια (από αυτά πού προορίζονται για την μεταφορά ζώων), καραβάνια από μαούνες και, όπου δεν υπάρχουν ούτε ράγιες, ούτε νερό, καραβάνια από πεζούς (γιατί δεν επιτρέπουν βέβαια στους κρατούμενους να χρησιμοποιούν άλογα και καμήλες).
Τα κόκκινα καραβάνια είναι πάντα πιο συμφερτικά, όταν τα δικαστήρια δουλεύουν πολύ γρήγορα ή όταν οι μεταγωγικές φυλακές παραείναι γεμάτες, γιατί μ' αυτά μπορούν να στείλουν μεμιάς μεγάλο αριθμό κρατουμένων. Έτσι έστειλαν εκατομμύρια αγρότες στα 1929 - 31. Έτσι έστειλαν σχεδόν ολόκληρο το Λένινγκραντ μακριά από το Λένινγκραντ. Έτσι αποικίστηκε ή περιοχή του ποταμού Κολύμα στη δεκαετία του 1930. Κάθε μέρα ή πρωτεύουσα τής πατρίδας μας, ή Μόσχα, ξερνούσε μια τέτοια αποστολή με κατεύθυνση τα λιμάνια Σοβιέτσκαγια Γκάβαν και Βάνινο. Κάθε πρωτεύουσα επαρχίας έστελνε τις δικές της κόκκινες αποστολές, μόνο πού αυτό δεν γινόταν καθημερινά. Στα 1941 εκτόπισαν έτσι στο Καζαχστάν την Δημοκρατία των Γερμανών τού Βόλγα, και αυτό συνεχίστηκε και με τις άλλες εθνότητες. Στα 1945 με τέτοιες αποστολές έφεραν πίσω τους άσωτους γιους και τις κόρες τής Ρωσίας από την Γερμανία, από την Τσεχοσλοβακία, από την Αυστρία, δηλαδή έφεραν πίσω όσους βρίσκονταν στα δυτικά μας σύνορα. Έτσι συγκέντρωσαν επίσης στα 1949 στα ειδικά στρατόπεδα τους καταδικασμένους με βάση το άρθρο 58.
Τα Στολύπιν κυκλοφορούν με τα κοινά δρομολόγια των τραίνων, ενώ οι κόκκινες αποστολές κινούνται με ειδική διαταγή, υπογραμμένη από έναν σημαντικό στρατηγό του ΓΚΟΥΛΑΓΚ. Ένα Στολύπιν δεν μπορεί να σταματήσει σ' έναν κενό χώρο, τέρμα τού προορισμού του πρέπει πάντα να είναι ένας σταθμός, έστω και σε μια πολίχνη, όπου να υπάρχει μια στεγασμένη φυλακή προληπτικής κρατήσεως. Το κόκκινο τραίνο όμως μπορεί να σταματήσει σ' ένα κενό χώρο - και εκεί ξεφυτρώνει αμέσως, μέσα από την θάλασσα, από την στέπα ή από την ταϊγκά, ένα καινούργιο νησί τού Αρχιπελάγους.
Δεν μπορεί όμως κάθε κόκκινο βαγόνι να χρησιμοποιηθεί αμέσως για την μεταφορά κρατουμένων, ανυπόφορο δεν έχει πρώτα κατάλληλα προετοιμαστεί. Κι όχι να προετοιμαστεί με την έννοια πού μπορεί να τού δίνη ό αναγνώστης, δηλαδή να καθαριστή από τα κάρβουνα και τον ασβέστη πού μετέφερε πριν παραλάβει ανθρώπους — αυτό δεν γίνεται πάντα. Κι ούτε να προετοιμαστεί με την έννοια τού να φραχτούν οι χαραμάδες του ή να τοποθετηθεί μέσα θερμάστρα, ανυπόφορο είναι χειμώνας. (Όταν κατασκευάστηκε το τμήμα τής σιδηροδρομικής γραμμής από το Κνιόζ - Πογκόστ ως την Ρόπτσα, πριν ακόμα περιληφθή στο γενικό σιδηροδρομικό δίκτυο, άρχισαν αμέσως να το χρησιμοποιούν για να μεταφέρουν κρατουμένους, μέσα σε βαγόνια πού δεν είχαν ούτε θερμάστρες, ούτε κουκέτες.
Οι κρατούμενοι ξάπλωναν τον χειμώνα πάνω στο σκεπασμένο με παγωμένο χιόνι δάπεδο, χωρίς να παίρνουν ζεστό φαγητό, γιατί το τραίνο διατρέχει αυτό το τμήμα σε χρόνο λιγότερο από ένα μερόνυχτο. Ποιος μπορεί να διανοηθή οτι θα περάσει εκεί μέσα, με τις συνθήκες αυτές, 18 - 20 ώρες και θα επιζήσει!) Ή προετοιμασία πού εννοούμε είναι ή ακόλουθη: να εξακριβωθεί ανυπόφορο είναι γερά και σταθερά το δάπεδο, οι τοίχοι και το ταβάνι των βαγονιών και να καλυφτούν με κάγκελα οι φεγγίτες τους να ανοιχτεί στο δάπεδο μια τρύπα για να χρησιμεύει για αποχωρητήριο και να ενισχυθεί ολόγυρα με τσίγκο στερεωμένο με πυκνά καρφιά να κατανεμηθούν στο τραίνο κανονικά και με την πρέπουσα συχνότητα τα βαγόνια με πλατφόρμες (όπου τοποθετούσαν φρουρούς με οπλοπολυβόλα) κι ανυπόφορο δεν υπάρχουν αρκετές πλατφόρμες, να κατασκευαστούν να φτιαχτούν έξοδοι προς την οροφή, να τοποθετηθούν μελετημένα οι προβολείς- να εξασφαλιστεί ή αδιάκοπη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος- να κατασκευαστούν ξύλινα σφυριά με μακριά λαβή- να προστεθεί στο τραίνο ένα επιβατικό βαγόνι και, ανυπόφορο δεν υπάρχει, να εφοδιαστεί με θερμάστρα ένα φορτηγό βαγόνι για τον επικεφαλής της φρουράς, τον αξιωματικό της ασφαλείας για την συνοδεία- να εγκατασταθεί μαγειρείο για την φρουρά, και τους κρατούμενους.
Μόνο ύστερα από όλα αυτά μπορούσαν να συνδέσουν τα βαγόνια στον συρμό και να γράψουν επάνω τους : «ειδικός εξοπλισμός» ή «εύθραυστα είδη». (Στο «Έβδομο βαγόνι» ή Έ. Γκίνζμπουργκ περιέγραψε τόσο θαυμάσια ένα τέτοιο τραίνο με κόκκινα βαγόνια, ώστε μάς απαλλάσσει από τον κόπο να μπούμε τώρα σε πολλές λεπτομέρειες).
Μόλις τελείωση ή προετοιμασία τού τραίνου, αρχίζει ή περίπλοκη στρατιωτική επιχείρηση τής επιβίβασης των κρατουμένων στα βαγόνια. Ή επιχείρηση αυτή έχει δύο σημαντικούς, υποχρεωτικούς σκοπούς:
- να κρατηθεί κρυφή ή επιβίβασης από τον κόσμο - να τρομοκρατηθούν οι κρατούμενοι.
Είναι απαραίτητο να κρατηθεί μυστική ή επιβίβασης, γιατί στο κόκκινο τραίνο επιβιβάζονται μεμιάς γύρω στους 1000 ανθρώπους (το τραίνο διαθέτει τουλάχιστον 25 βαγόνια), και όχι μια μικρή ομάδα, όπως γίνεται στο Στολύπιν, πράγμα πού δεν είναι ανάρμοστο να το δη το κοινό. Όλοι ξέρουν βέβαια πώς συλλήψεις γίνονται καθημερινά και όλες τις ώρες, μα κανείς δεν πρέπει να φρίξει βλέποντας τούς συλληφθέντες ΟΛΟΥΣ ΜΑΖΙ. Στο Όρέλ στα 1938 ήταν σε όλους γνωστό πώς δεν υπήρχε, σε ολόκληρη την πόλη, σπίτι όπου να μην έχει συλληφθεί κάποιος, και κάρα με χωριάτισσες πού έκλαιγαν πλημμύριζαν την πλατεία μπροστά στη φυλακή της πόλης, όπως στον πίνακα τού Σούρικωφ, πού παριστάνει την εκτέλεση των Στρελτσύ (στασιαστές στην εποχή τού Μεγάλου Πέτρου. Σ.τ.Μ.). (Αχ! ποιος θα ζωγραφίσει τώρα για μάς αυτές τις σκηνές; Ας μην ελπίσουμε, δεν είναι της μόδας). Μα δεν πρέπει να δείχνουμε στους σοβιετικούς μας ανθρώπους πώς κάθε μέρα φεύγει ένα τραίνο (όπως γινόταν στο Όρέλ εκείνη την χρονιά).
Και ή νεολαία μας δεν πρέπει να τα βλέπει αυτά, γιατί ή νεολαία είναι το μέλλον μας. Και γι' αυτό μόνο την νύχτα, κάθε νύχτα, για κάμποσους μήνες, στέλνουν από την φυλακή στον σταθμό την μαύρη φάλαγγα των κρατουμένων (οι κλούβες είναι απασχολημένες με καινούργιες συλλήψεις). Βέβαια, οι γυναίκες το παίρνουν χαμπάρι, κάτι μαθαίνουν, και τις νύχτες καταφτάνουν από τα πέρατα τής πόλης, τρυπώνουν κλεφτά στον σταθμό, παραμονεύουν, τρέχουν από βαγόνι σε βαγόνι, σκοντάφτουν πάνω στις ράγιες και στις τραβέρσες και φωνάζουν μπροστά σε κάθε βαγόνι: «Είναι ό τάδε μέσα;» «Είναι εδώ κανείς έτσι κι έτσι;...» Και τρέχουν στο επόμενο βαγόνι, κι εδώ νέες ερωτήσεις:
«Είναι εδώ κανείς έτσι κι έτσι; ...», Και ξάφνου μια κραυγή απαντά από ένα σφραγισμένο βαγόνι: «Εδώ είμαι!» «Ψάξτε παραπέρα, είναι σ' άλλο βαγόνι!» ή «Γυναίκες, ακουστέ με! Ή γυναίκα μου είναι εδώ δίπλα, κοντά στον σταθμό, τρέξτε να της το πείτε!»
Αυτές οι σκηνές, οι ανάξιες για την εποχή μας, αποτελούν μαρτυρία για την κακή οργάνωση της επιβίβασης στα τραίνα. Οι παραλείψεις λαμβάνονται υπάρχουν' όψη, και κάποια νύχτα το τραίνο κυκλώνεται από μιαν αλυσίδα τσοπανόσκυλα πού μουγκρίζουν κι άλυχτανε.
Και στη Μόσχα, από την παλιά μεταγωγική φυλακή τής Σρετένκα (τώρα δεν την θυμούνται πια οι κρατούμενοι), καθώς και από την Κράσναγια Πρέσνια, ή επιβίβασης στα κόκκινα τραίνα γίνεται μόνο νύχτα, αυτό είναι νόμος.
Αφού λοιπόν δεν τους χρειάζεται το περιττό φώς τής μέρας, ή φρουρά χρησιμοποιεί τον ήλιο τής νύχτας: τους προβολείς. Αυτοί είναι πιο βολικοί, γιατί μπορείς να τους κατευθύνεις εκεί πού θέλεις, στο σημείο όπου οι κρατούμενοι, ένας τρομοκρατημένος σωρός, κάθονται στη γη περιμένοντας την διαταγή: «Να σηκωθούν οι επόμενοι πέντε! Τροχάδην στο βαγόνι!» (Μόνο τροχάδην. Για να μην προλάβει να κοιτάξει κανείς γύρω του, να μην προλάβει να σκεφτεί, να τρέξει σαν κυνηγημένος από σκυλιά, και να έχει μόνο τον φόβο μήπως πέση).
Και οι προβολείς φωτίζουν το ανώμαλο δρομάκι όπου τρέχουν, και το ψηλό σκαλοπάτι όπου σκαρφαλώνουν. Οι εχθρικές, φασματικές δέσμες των προβολέων δεν είναι μόνο για να φωτίζουν, μα παίζουν και σπουδαίο ρόλο στον εκφοβισμό των κρατουμένων, όπως και οι βάναυσες φοβέρες, τα χτυπήματα με τους υποκόπανους στους καθυστερημένους, κι ή διαταγή: «Καθίστε χάμω!» (μια φορά, όπως γινόταν στην πλατεία του σταθμού του Όρέλ, φώναζαν την διαταγή: «Γονατιστέ!» και, σαν θεοσεβούμενοι προσκυνητές, χιλιάδες κρατούμενοι έπεφταν στα γόνατα), καθώς και οι απειλές με τα όπλα (τουφέκια ή αυτόματα, ανάλογα με την δεκαετία). Και το κυριότερο: πρέπει να γίνει τέτοια αναστάτωση ώστε να τσακίσει ή βούληση των κρατουμένων, να μην τους περάσει καν από το μυαλό ή ιδέα της απόδρασης, και να αργήσουν όσο το δυνατό να αντιληφτούν το καινούργιο τους πλεονέκτημα: ότι από την πέτρινη φυλακή βρέθηκαν σ' ένα ξύλινο βαγόνι.
Μα για να μπορέσουν να επιβιβάσουν μέσα στη νύχτα μια χιλιάδα ανθρώπους στα βαγόνια, πρέπει να αρχίσουν από το πρωί να τους βγάζουν έξω από τους θαλάμους και να τους ετοιμάζουν για την αποστολή. Και ή φρουρά, όλη την μέρα, τους παραλαμβάνει στη φυλακή, τους κρατάει ώρες πολλές όχι στους θαλάμους, μα στην αυλή, χάμω στη γη, για να μην μπερδευτούν με τούς άλλους φυλακισμένους. Έτσι ή νυχτερινή επιβίβασης στο τραίνο αποτελεί για τούς κρατούμενους το ανακουφιστικό τέρμα μιας ατέλειωτης, εξαντλητικής ημέρας.
Έκτος από τα συνηθισμένα προσκλητήρια, τούς ελέγχους, το κούρεμα, την απολύμανση και το μπάνιο, ή βασική προετοιμασία για την αποστολή είναι ή γενική έρευνα, πού γίνεται όχι από το προσωπικό της φυλακής, αλλά από την φρουρά πού παραλαμβάνει τούς κρατούμενους. Σύμφωνα με τις οδηγίες για τις μεταγωγές με κόκκινα βαγόνια και τούς σκοπούς τής όλης στρατιωτικής επιχείρησης, ή φρουρά πρέπει να κάνη αυτή την έρευνα έτσι, ώστε να μην αφήνει στους κρατούμενους τίποτα πού να τούς διευκολύνει στην απόδραση, να κατάσχει κάθε σουβλερό ή κοφτερό αντικείμενο και κάθε λογής σκόνη (σκόνη για τα δόντια, ζάχαρη, αλάτι, καπνό, τσάι), για να μην στραβώσουν με αυτές τούς φρουρούς, να κατάσχει ακόμα κάθε σχοινί, ή σπάγγο, ζωνάρι ή ότι άλλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για απόδραση ακόμα και κάθε μικρό κορδόνι! (Έτσι κόβουν τα κορδόνια πού συγκρατούν το τεχνητό πόδι ενός αναπήρου και ό σακάτης βάζει το τεχνητό πόδι του κάτω από την μασχάλη και τρέχει κουτσαίνοντας, υποβασταζόμενος από τούς διπλανούς του). Όλα τα άλλα πράγματα, όσα έχουν αξία, καθώς και οι βαλίτσες, πρέπει, σύμφωνα με τις οδηγίες, να συγκεντρωθούν στο ειδικό βαγόνι για τις αποσκευές, για να επιστραφούν στους κατόχους τους στο τέρμα τής διαδρομής.
Μα είναι αδύνατη και δύσκολο να κρατηθεί ή ισχύς των οδηγιών από την Μόσχα πάνω στη φρουρά τής Βολογκντά ή τού Κουιμπίσεφ, ενώ είναι πανίσχυρη ή εξουσία τής φρουράς πάνω στους κρατούμενους. Έτσι εξασφαλίζεται ή επιτυχία τού τρίτου σκοπού τής επιχείρησης:
- να κατασχεθούν δίκαια όλα τα είδη αξίας των εχθρών τού λαού προς όφελος των παιδιών τού λαού.
«Καθίστε χάμω!» «Γονατιστέ!», «Γδυθείτε!» - αυτά τα παραγγέλματα τής φρουράς περιέχουν την βασική εξουσία, με την οποία δεν μπορείς να αντιδικήσεις. Ό γυμνός άνθρωπος χάνει όλη την σιγουριά του, δεν μπορεί να ορθωθεί με περηφάνια, να μιλήσει με τούς ντυμένους σαν ίσος προς ίσο. Αρχίζει ή έρευνα (Κουιμπίσεφ, καλοκαίρι τού 1949). Οι κρατούμενοι προχωρούν γυμνοί, κρατώντας στα χέρια τα πράγματά τους και τα ρούχα πού έβγαλαν, ενώ γύρω τους στέκονται πλήθος οπλισμένοι στρατιώτες. Όλα δείχνουν πώς δεν πρόκειται να σάς κάνουν μεταγωγή, αλλά να σάς τουφεκίσουν επί τόπου ή να σάς πάνε στον θάλαμο των αερίων - σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση ό άνθρωπος παύει να ενδιαφέρεται για τα πράγματά του. Ή φρουρά φέρνεται σκόπιμα με βαναυσότητα, κανείς τους δεν προφέρει λέξη με ανθρώπινη φωνή, γιατί αυτός ακριβώς είναι ό σκοπός τους : να τρομοκρατήσουν και να συντρίψουν.
Οι βαλίτσες ξετινάζονται (τα πράγματα πέφτουν χάμω) και σωριάζονται σε μιαν άκρη. Τσιγαροθήκες, πορτοφόλια και άλλα αξιοθρήνητα «τιμαλφή» των κρατουμένων κατάσχονται και ρίχνονται, ανώνυμα, στο ίδιο βαρέλι (και το γεγονός πώς αυτό δεν είναι χρηματοκιβώτιο,, ούτε σεντούκι, ή κασέλα, μα βαρέλι, ενοχλεί ιδιαίτερα τούς γυμνούς κρατούμενους, αλλά τούς φαίνεται ανώφελο να διαμαρτυρηθούν). Ό γυμνός κρατούμενος το μόνο πού μπορεί να κάνη είναι να μαζέψει από χάμω τα ερευνημένα του κουρέλια και να τα χώση στο σακουλάκι του ή να τα τυλίξει με την κουβέρτα του. Όσο για τις τσόχινες μπότες σου, μπορείς να τις παραδώσεις, άφησέ τις εδώ, γράψε το όνομά σου στον κατάλογο (δεν σού δίνουν απόδειξη παραλαβής, μα εσύ θα γράψεις πώς τις πέταξες στο σωρό!). Και όταν φεύγει από την αυλή της φυλακής και το τελευταίο καμιόνι με τούς κρατούμενους, κατά το σούρουπο, οι κρατούμενοι απολαμβάνουν το θέαμα των φρουρών να ρίχνονται για να αρπάξουν τις καλύτερες πέτσινες βαλίτσες από το σωρό και να διαλέξουν τις ωραιότερες τσιγαροθήκες από το βαρέλι. Ύστερα από αυτούς ρίχνονται στα λάφυρα οι δεσμοφύλακες, και τελευταίοι οι κακοποιοί τής φυλακής.
Να τί τράβηξες το τελευταίο εικοσιτετράωρο, ώσπου να φτάσεις στο βαγόνι για την μεταφορά ζώων! Τώρα όμως σκαρφάλωσες πια με ανακούφιση και σφηνώθηκες στις άγκιδωτές σανίδες τής κουκέτας. Μα δεν βρίσκεις ούτε ανακούφιση, ούτε ζεστασιά! Ό κρατούμενος αμπαρώνεται ξανά μέσα σ' έναν κλοιό κρύου και πείνας, δίψας και φόβου, ανάμεσα στους κακοποιούς και στη φρουρά.
Αν στο βαγόνι υπάρχουν κακοποιοί (και δεν τούς βάζουν βέβαια χωριστά στα κόκκινα τραίνα), αυτοί πιάνουν, κατά την παράδοση, τις καλύτερες θέσεις, στις πάνω κουκέτες, κοντά στον φεγγίτη. Αυτά, το καλοκαίρι. Εύκολα μαντεύετε, βέβαια, πού πιάνουν θέση τον χειμώνα: γύρω στη θερμάστρα ασφαλώς, σχηματίζοντας έναν πυκνό κύκλο. Όπως θυμάται ό πρώην κλέφτης Μινάγιεφ σε όλη την διαδρομή από το Βορονέζ ως το Κοτλάς (κάμποσα μερόνυχτα), στα 1949, ενώ έκανε φοβερό κρύο, τούς έδωσαν μόνο τρείς κουβάδες κάρβουνα! Τότε οι κακοποιοί όχι μόνο έπιασαν τις θέσεις γύρω από την θερμάστρα, όχι μόνο έβγαλαν από τούς φ ρ α γ ι έ ρ όλα τα ζεστά ρούχα για να τα φορέσουν αυτοί, αλλά τούς πήραν και τα ποδόπανα, πού τους χρησίμευαν για κάλτσες, και τα τύλιξαν γύρω από τα δικά τους λωποδυτικά πόδια.
Πέθανε εσύ σήμερα, κι εγώ ας πεθάνω αύριο! Ακόμα χειρότερη είναι ή κατάσταση με την τροφή, γιατί όλο το συσσίτιο του βαγονιού το παραλαμβάνουν οι κακοποιοί, οι όποιοι κρατούν για τον εαυτό τους ότι καλύτερο υπάρχει ή ότι χρειάζονται. Ό Λοστσίλιν θυμάται την μεταγωγή του από την Μόσχα στο Περεμπόρι στα 1937. Έ, λοιπόν, σ' αυτά τα τρία μερόνυχτα δεν τους έδωσαν καθόλου ζεστό φαγητό, αλλά μόνο ξηρά τροφή. Οι κακοποιοί κρατούσαν για τον εαυτό τους όλη την ζάχαρη, αλλά μοίραζαν το ψωμί και τις ρέγκες, πράγμα πού έδειχνε πώς δεν πεινούσαν. Όταν υπάρχει ζεστό φαγητό, και οι κακοποιοί αναλαμβάνουν την διανομή, το μοιράζονται μεταξύ τους (συνέβη στη μεταγωγή Κισινιώφ - Πετσόρα, διαρκείας τριών βδομάδων, στα 1945). Επί πλέον, οι κακοποιοί δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτα: έναν Έσθονό πού είχε δόντια χρυσά, τον ξάπλωσαν χάμω και τού τα έβγαλαν με την τσιμπίδα τής θερμάστρας.
Οι κρατούμενοι θεωρούσαν το ζεστό φαγητό σαν το πλεονέκτημα των κόκκινων τραίνων: στους απόκεντρους σταθμούς (πού πάλι δεν βλέπει ο κόσμος) τα τραίνα σταματούν για να μοιράσουν στα βαγόνια το κουρκούτι και το πλιγούρι. Μα και το ζεστό φαγητό το δίνουν έτσι, πού σε πιάνει αηδία. Ή (όπως συνέβη στο ίδιο τραίνο τού Κισινιώφ) χύνουν το συσσίτιο μέσα στους ίδιους κουβάδες με τούς όποιους μοιράζουν το κάρβουνο. Δεν έχουν με τί να τούς πλύνουν, γιατί το πόσιμο νερό στο τραίνο είναι μετρημένο. Μεγαλύτερη έλλειψη υπάρχει σε νερό παρά σε φαγητό. Κάνεις λοιπόν να φας το συσσίτιό σου, και τρίζει στα δόντια σου ή καρβουνόσκονη. "Η πάλι, φέρνοντας το κουρκούτι ή το πλιγούρι στο βαγόνι, δεν δίνουν αρκετές καραβάνες - για σαράντα κρατούμενους, οι καραβάνες είναι μόλις εικοσιπέντε, και προστάζουν κι από πάνω: «Γρήγορα, γρήγορα! Έχουμε να ταΐσουμε κι άλλα βαγόνια, κι όχι μόνο το δικό σας!» Και τώρα, πώς τρώνε; Πώς να μοιραστή το φαΐ; Να το μοιράσεις δίκαια στις καραβάνες δεν γίνεται, συνεπώς πρέπει να το μοιράσεις με το μάτι, και να βάλεις από λιγότερο, από φόβο μήπως δεν φτάσεις. (Οι πρώτοι φωνάζουν: «ανακάτευε ανακάτευε λοιπόν!», ενώ οι τελευταίοι σιωπούν, με την ελπίδα πώς στον πάτο θα μείνει το πιο πηχτό).
Οι πρώτοι τρώνε, και οι άλλοι περιμένουν να κάνης γρήγορα, γιατί πεινάνε, και το φαγητό κρυώνει στον κουβά και από' έξω σε πιέζουν να βιαστής: «άντε, τελειώσατε; κοντεύετε;». Τώρα πρέπει να βάλεις στη δεύτερη βάρδια, κι ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο, ούτε πηχτότερο, ούτε ωραιότερο από ότι έβαλες στους πρώτους. Και σού μένει ακόμα να υπολογίσεις σωστά το τελευταίο πού απομένει και να το βάλεις σε μια καραβάνα για δύο ανθρώπους. Και όλη αυτή την ώρα σαράντα άνθρωποι έχουν λιγότερο τον νου τους στο φαΐ, όσο στη διανομή, κι είναι γεμάτοι αγωνία.
Δεν σού παρέχουν θέρμανση, δεν σε προστατεύουν από τούς κακοποιούς, δεν σε ποτίζουν, δεν σε ταΐζουν, μα ούτε να κοιμηθείς δεν σε αφήνουν. Την μέρα οι φρουροί μπορούν να παρακολουθούν ολόκληρο το τραίνο και τον δρόμο πίσω του, μήπως κανείς πηδήσει στο πλάι ή γλιστρήσει κάτω στις ράγιες, την νύχτα όμως παίρνουν αυστηρά μέτρα επαγρύπνησης. Με ξύλινα σφυριά με μακριές λαβές (τυπικό εργαλείο σε ολόκληρο το ΓΚΟΥΛΑΓΚ), την νύχτα, σε κάθε στάση, χτυπούν δυνατά κάθε σανίδα του βαγονιού: μήπως κατάφερε κανείς να την πριόνιση; Μερικές φορές, στις στάσεις, ανοίγει διάπλατα ή πόρτα τού βαγονιού και πέφτει μέσα φώς φαναριών ή ακόμα και ενός προβολέα: «Έλεγχος!» Αυτό σημαίνει: σηκωθείτε μ' ένα πήδημα και να είστε έτοιμοι να τρέξετε όπου θα σάς πουν, προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά.
Οι φρουροί ορμούν μέσα στο βαγόνι με τα σφυριά τους (κι άλλοι με αυτόματα είναι παραταγμένοι έξω σε ημικύκλιο) και φωνάζουν: προς τα αριστερά! Αυτό σημαίνει πώς όσοι βρίσκονται αριστερά πρέπει να μείνουν στις θέσεις τους, ενώ όσοι βρίσκονται δεξιά πρέπει να πηδήσουν αμέσως, σαν -ψύλλοι, προς τα αριστερά, ό ένας πάνω στον άλλο, όπως τύχη. Όποιοι δεν τα καταφέρουν ή ξεχαστούν, τις τρώνε με τα σφυριά στα πλευρά, στη ράχη, για να μάθουν να είναι σβέλτοι! Και τώρα οι φρουροί με τις μπότες τους ποδοπατούν τις άθλιες κουκέτες σας, σκορπίζουν γύρω τα κουρέλια σας, ρίχνουν πάνω σας φώς και χτυπάνε με τα σφυριά. Μήπως έχουν πριονιστή πουθενά οι σανίδες; Όχι. Τότε οι φρουροί στέκονται στη μέση τού βαγονιού κι αρχίζουν να σάς μετρούν βάζοντάς σας να περνάτε μπροστά τους από τα αριστερά στα δεξιά: «Ένα, δύο, τρία!» Θα αρκούσε απλώς να σάς μετρήσουν με τα δάχτυλα, μα τότε δεν θα σάς προκαλούσαν τρόμο, ενώ είναι πιο πειστικό, πιο αλάνθαστο και γρήγορο να συνοδεύουν αυτή την καταμέτρηση με σφυριές στη ράχη, στους ώμους, στα κεφάλια σας, όπου τύχη.
Το μέτρημα τέλειωσε, εντάξει, σαράντα. Δεν απομένει πια παρά να αδειάσουν, να φωτίσουν, και να εξετάσουν με τα σφυριά την αριστερή μεριά του βαγονιού. Τέλειωσε κι αυτό, έφυγαν και το βαγόνι έκλεισε πίσω τους. Τώρα μπορείτε να κοιμηθείτε μέχρι την επομένη στάση. (Είναι περιττό να πούμε πώς ή ανησυχία τής φρουράς δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη, γιατί όσοι ξέρουν τον τρόπο δραπετεύουν. Χτυπούν, λόγου χάρη, με τα σφυριά και βρίσκουν μια μισοπριονισμένη σανίδα από τα κόκκινα βαγόνια. Ή το πρωί, κατά την διανομή του συσσιτίου, βλέπουν ανάμεσα στα αξύριστα πρόσωπα, και κάμποσα ξυρισμένα. Και τότε περικυκλώνουν αμέσως το βαγόνι με τα αυτόματα φωνάζοντας: «Παραδώστε τα μαχαίρια!» Έτσι μια μικροκοκεταρία των κακοποιών και των φίλων τους, πού βαρέθηκαν να είναι αξύριστοι, τούς αναγκάζει να παραδώσουν τα ξυράφια τους).
Εκείνο πού ξεχωρίζει το κόκκινο τραίνο από τα άλλα τραίνα των μεγάλων γραμμών είναι ότι όποιος μπει σ' αυτό, δεν ξέρει ανησυχία θα βγει. Όταν στο Σολικάμσκ ξεφόρτωσαν το κόκκινο τραίνο πού ερχόταν από τις φυλακές τού Λένινγκραντ (στα 1942), όλο το ανάχωμα τής σιδηροδρομικής γραμμής γέμισε πτώματα και λίγοι ήταν αυτοί πού έφτασαν ζωντανοί. Τον χειμώνα του 1944 - 45 και του 1945 -46 στον συνοικισμό Ζελιεζνοντορόζνι (στο Κνιάζ - Πογκόστ), καθώς και σε όλους τούς σημαντικούς σιδηροδρομικούς κόμβους του Βορρά, έφταναν από τα απελευθερωμένα εδάφη — τις χώρες τής Βαλτικής, την Πολωνία, την Γερμανία - τραίνα κρατουμένων πού περιλάμβαναν από ένα ή δύο βαγόνια με πτώματα. Αυτό έδειχνε πώς κατά την διαδρομή φρόντιζαν να βγάζουν τα πτώματα από τα βαγόνια των ζωντανών και να τα βάζουν στις νεκροφόρους. Ωστόσο αυτό δεν γινόταν πάντα. Στον σταθμό τής Σουχομπεζβόντναγια (στρατόπεδο Ούνζ), καμιά φορά όταν μετά την άφιξη του τραίνου άνοιγε ή πόρτα ενός βαγονιού, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει ποιοι ήταν ζωντανοί και ποιοι πεθαμένοι: όσοι δεν έβγαιναν έξω, σήμαινε πώς ήταν πεθαμένοι.
Ήταν τρόμος και θάνατος να ταξιδεύεις χειμώνα, γιατί ή φρουρά, με τις φροντίδες της για την επαγρύπνηση, δεν ήταν σε θέση να κουβαλά κάρβουνο για είκοσι πέντε θερμάστρες. Μα και με ζέστη να ταξίδευες, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα, γιατί από τούς τέσσερις μικρούς φεγγίτες οι δύο ήταν κλεισμένοι ερμητικά, ενώ ή σκεπή του βαγονιού έβραζε. Κι όσοι για να κουβαλάνε νερό για χίλιους ανθρώπους, δεν μπορούσαν βέβαια οι φρουροί να κοψομεσιάζονται, αφού τούς φαινόταν βαρύ να κουβαλάνε νερό και για ένα μόνο Στολύπιν.
Καλύτεροι μήνες για την μεταγωγή θεωρούνταν, από τούς κρατούμενους, ό Απρίλης και ό Σεπτέμβριος. Μα και ή καλύτερη εποχή δεν ωφελεί, όταν το τραίνο ταξιδεύεις συνέχεια επί ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ (από το Λένινγκραντ στο Βλαδιβοστόκ, στα 1935). όμως ή μεταγωγή έχει υπολογιστή πώς θα διαρκέσει πολύ μελετηθεί και ή πολιτική διαπαιδαγώγηση των άντρων φρουράς, καθώς και ή πνευματική περίθαλψη των κρατουμένων. Σε κάθε τέτοιο τραίνο, σε ειδικό βαγόνι, ταξιδεύεις ένας «κουμπάρος» - ό αξιωματικός της ασφαλείας. Αυτός ετοιμαστεί εκ των προτέρων για την αποστολή, από τη φυλακή κιόλας, και ή κατανομή των κρατουμένων στα βαγόνια έγινε στην τύχη, αλλά με καταλόγους πού ετοίμασε ό ίδιος. Αυτός ορίζει τον υπεύθυνο κάθε βαγονιού, και τοποθετεί ένα σπιούνο σε κάθε βαγόνι. Στις παρατεταμένες στάσεις, βρίσκει τρόπο να καλή πότε τον ένα και πότε τον άλλο, και να μαθαίνει τί συζητάνε μέσα στο βαγόνι. Μια τέτοια δουλειά είναι ντροπή, μετά το τέρμα του ταξιδιού, να τον αφήσει με άδεια χέρια. Έτσι, κατά την διαδρομή, σού κολλάει στη ράχη μια καινούργια ύποθεσούλα. Κι όταν φτάσεις στον τόπο τού προορισμού σου, αρπάζεις μια καινούργια ποινή.
ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΥΡΟΣ. ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου