Το έτος 1768 άρχισαν πόλεμο οι στρατοί του Τούρκου με τον Μόσχοβο. Άλλα και τί να διηγηθώ; Καθώς κουβαλήθηκαν εκείνοι οι κακοί και αιμοβόροι Αγαρηνοί, και τί κακό δεν έκαναν στους χριστιανούς. Ότι δεν τους ήρθε στον νου, αυτό μόνο δεν έκαναν. Πόσους ανθρώπους σκότωσαν. Και το χωριό μας, καθώς είναι πάνω σε τέσσερις δρόμους και το σπίτι μου ήταν εντελώς μακριά από την εκκλησία, έπρεπε κατά τη συνήθειά μας να βρίσκομαι στην εκκλησία καθημερινά, στον εσπερινό και τον όρθρο, πόσους δρόμους δεν τριγυρνούσα μέχρι να φτάσω στην εκκλησία. Και για να φτάσω και πάλι στο σπίτι, πόσες φορές δεν με έπιασαν και με έδειραν, μού άνοιξαν το κεφάλι. Θέλησαν να με σκοτώσουν, αλλά ό Θεός με φύλαξε. Ύστερα άρχισαν να περνούν πασάδες, και επειδή έγραφα γρήγορα, με αγγάρεψαν να γράφω τεσκερέδες και να τους εκδίδω για κονάκια, αλλά αυτοί, δεν άρεσαν τα κονάκια τους, και έρχονταν πίσω. Πόσες φορές δεν έβγαλαν τα πιστόλια για να με σκοτώσουν. Κάποια φορά ένας μού έριξε κοντάρι, αλλά δεν μπόρεσε να με κτυπήσει.
Τελικά, πηγαίνοντας για το Ρουστσούκ, πέρασε ό περίφημος Τζεζαερλή Χασάν πασάς. Εγώ, κατά τη συνήθεια, μοίραζα τεσκερέδες για τα κονάκια, όταν ένας με έπιασε από τα γένια, και λίγο έλειψε να μού τα ξεριζώσει. Όταν τακτοποιήθηκαν όλοι, κάλεσε ό πασάς τέσσερις δημογέροντες. Ένας από αυτούς ήμουν εγώ. Ήρθε ένας τσαούσης πού έμενε πάντοτε στο χωριό. Αυτός είχε διοριστεί από τον βεζίρη για να προστατεύει το χωριό από τα στρατεύματα. Πήγαμε μαζί του μέχρι την πόρτα τού πασά. Αυτός είπε: «Μείνετε εσείς εδώ, να πάω εγώ επάνω, για να καταλάβω γιατί σας φώναξε ό πασάς». Και καθώς ανέβαινε επάνω, τού έκραξε ό πασάς, και τον έριξαν κάτω για να τον φυλακίσουν. Εμείς αρχίσαμε να τρέχουμε όπου φύγει φύγει. Εγώ έτρεξα προς το κονάκι τού πασά, και δεν σκέφτηκα ότι ό πασάς κάθεται επάνω στο κιόσκι και μπορεί να με δει. Και όταν με είδε, φώναξε: «Τί τρέχεις, μπρε; Πιάστε τον, και φέρτε τον εδώ». Και αμέσως με έπιασαν τέσσερις, και με έφεραν στον πασά· αλλά με τί φόβο! Με ρώτησε: «Γιατί τρέχεις, μπρέ, ποιός σε κυνηγά;» Εγώ του είπα: «Αφέντη, εμείς είμαστε ραγιάδες, πάντοτε φοβισμένοι είμαστε όπως οι λαγοί, και όταν τσάκωσες τον τσαούση φοβηθήκαμε και τρέξαμε». Αυτός μου είπε: «Τί ζημία έχετε εσείς από αυτό; Εγώ σάς κάλεσα να σάς ρωτήσω για τον δρόμο». Ό πασάς ήταν ξένος, πήγαινε στο Ρουστσούκ, και εγκαταστάθηκε εκεί.
Το έτος 1775 ό Μόσχοβος νίκησε τους Τούρκους, πέρασε τον Δούναβη και πήρε το Σούμεν, όπου ήταν με τον τούρκικο στρατό ό βεζίρης Μουγιουσούνογλου, και πολιόρκησε το Ρουστσούκ, τη Σιλίστρα και τη Βάρνα. Τότε στο χωριό μας καθόταν Άρναούτης πασάς, και φύλαγε την κλεισούρα για να μην αποδράσει ό τούρκικος στρατός, καθώς έχει συνήθεια. Τύχαινε να υπάρχει εκεί και καδής και τσαούσης και σούμπασης. Όταν άκουσαν πώς έπιασε ό Μόσχοβος με έφοδο τον βεζίρη, κατέφυγαν όλοι στο Σλίβεν. Πόσο φόβο περάσαμε μήπως μάς αιχμαλωτίσουν φεύγοντας! Αγρυπνούσαν οι χριστιανοί μέρα νύχτα. Και κράτησε η πολιορκία είκοσι δύο μέρες. Έκαναν ειρήνη και έφυγαν οι Μοσχοβίτες, εγκαταλείποντας και την τούρκικη και τη βλάχικη γη.
ΒΙΒΛΙΟΓ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗΜΑΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΒΡΑΤΣΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου