Την Κυριακή της 10ης Ιουλίου 1960, κατά την οποία επρόκειτο να ανακοινωθεί ή εγκύκλιος, ό Πάππους με τις υποψήφιες αδελφές και αρκετούς πιστούς μετέβησαν στην Μονή του Μακρινού, για να κατοπτεύσουν τον τόπο. Εκεί, στο πενιχρό και εγκαταλελειμμένο Εκκλησάκι, λειτούργησαν με πολλή κατάνυξη και ανέπεμψαν την πρώτη τους δοξολογική ευχαριστία προς τον Κύριο. Ταυτοχρόνως εναπόθεσαν στον αλείπτη τους Τίμιο Πρόδρομο και την ανησυχία τους για τον αντίκτυπο που θα είχε στον μεγαρικό λαό ή ανακοίνωσης της επανιδρύσεως της Μονής. Και ό «Πάππους ό Αγιάννης» δεν άργησε να τους καθησυχάση...
Πριν αναχωρήσουν από την Μονή, ό Γέροντας επήγε για μία ακόμη φορά μέσα στην Εκκλησία, να «χαιρετίση» τον Άγιο. Εκείνος τότε του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό αισθητώς, κινώντας ρυθμικώς την κανδήλα του. Έτσι περιέλαμψε με τον ιλαρό Προδρομικό του φώς τον μελλοντικό κτήτορα του οίκου του.
Ή ώρα τής αναχωρήσεως είχε φθάσει και ό Παππούς εξακολουθούσε να παραμένει στον Ναό. Επειδή, όμως, ό κόσμος αδημονούσε, ή Γερόντισσα έσπευσε προς αναζήτηση του και άρχισε να τον καλή επιμόνως από την αυλή. Αλλά δεν έπαιρνε απάντηση... Ή μυσταγωγική συνάντησης του Φίλου του Νυμφίου και του μυστουργού δεν είχε ακόμη τελειώσει...
Μετά από λίγο ό Γέροντας παρουσιάσθηκε αλλοιωμένος, αντανακλώντας την αγαλλίαση που είχε γευθή, χωρίς να μπορεί να άθροιση λέξι. Ή Γερόντισσα του μιλούσε, αλλά εκείνος παρέμενε άφωνος... Εναπόθεσαν τέλει, όταν συνήλθε καθ' οδό, τής είπε: «Ξέρεις ότι μας θέλει ό Άγιος;» Και αφηγήθηκε κατασυγκινημένος τί είχε συμβεί: «Μόλις φύγατε όλοι από τον Ναό, εγώ πήγα να σπασθώ τις εικόνες. Αφού προσκύνησα στο τέμπλο, πλησίασα και στο προσκυνητάρι του Παππούς Άγιάννη,,. Τότε κατάπληκτος αντίκρισα τον καντηλάκι του Αγίου να χορεύει κυκλοτερώς. Γύριζε ήρεμα... ήρεμα... γύρω-γύρω. Όλα τα υπόλοιπα καντήλια ήσαν ακίνητα.
-Παράξενο, είπα. Μάλλον θα τον χτύπησα εγώ.
»Τον κοίταζα... τον κοίταζα... και περίμενα να σταματήσει. Αλλοιωμένος' αυτό συνέχιζε να χορεύει με τον ίδιο ρυθμό... Τότε εκίνησα όλα τα καντήλια του τέμπλου. Αυτά σε λίγο σταμάτησαν, ενώ τον καντήλι του Αγίου κινείτο ασταμάτητα γύρω-γύρω... Γι' αυτό καθυστέρησα, περιμένοντας μήπως σταματήσει. Τελικά έφυγα και τον άφησα να χορεύει... Φαίνεται ότι ό Άγιος μάς υποδέχεται και χαίρεται με την απόφαση μας να ξανακτίσουμε τον Μοναστήρι».
Πράγματι! Ό Άγιος είχε χαρεί για την επανίδρυση τής Μονής του και είχε μεταδώσει την χαρά του και στον Μεγαρικό λαό, ό όποιος τον «λάτρευε». Ιδού, πώς διηγείται ό Γέροντας την συνέχεια των γεγονότων: «Όταν κατεβήκαμε στα Μέγαρα, προσπαθούσαμε ν' αποφύγομε τις συναντήσεις με τον κόσμο στους κεντρικούς δρόμους και πηγαίναμε από τα στενά δρομάκια, επειδή φοβούμεθα τις αντιδράσεις. Παρ' όλα αυτά, όμως, γίναμε αντιληπτοί και πολλοί έβγαιναν από τα καφενεία λέγοντας με ενθουσιασμό: "Συγχαρητήρια! Συγχαρητήρια! Μπράβο! Τον μάθαμε... Πότε θα πάτε με τον καλό; Θα είμαστε κοντά σας!,,. Τότε επήραμε θάρρος και αρχίσαμε τις ετοιμασίες για την αναχώρηση μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου