Μετά από αυτά όμως, πολύ γρήγορα, με βρήκε άλλο κακό, χειρότερο και φρικτότερο απ' αυτό. Υπήρχε στην ενορία μου ένα χωριό πού λεγόταν Σιχλαρί. Εκεί έμενε ένας σουλτάνος πού λεγόταν Αχμέτ Γκεράη, και είχε για γυναίκα του την κόρη κάποιου χάνου. Αυτός ό σουλτάνος αγάπησε και ήθελε να πάρει σαν δεύτερη γυναίκα μια χριστιανή από αυτό το χωριό, κόρη κάποιου Γιουβάν τσορμπατζή, πού τον φώναξαν Κοβαντζήογλου. Ή κόρη όμως του χάνου δεν του έδινε άδεια να πάρει δεύτερη γυναίκα. Έτσι κρατούσε εκείνη την άτυχη την κοπέλα τέσσερα-πέντε χρόνια, χωρίς ούτε να την παίρνει, ούτε όμως και να τής δίνει την άδεια να παντρευτεί.
Κάποια μέρα με κάλεσαν στο Καρνομπάτ να τελέσω ένα γάμο, και ρώτησα από πού είναι το κορίτσι, και αυτοί μού διηγήθηκαν ότι αυτή είναι ή κοπέλα πού ό σουλτάνος ήθελε να την πάρει σαν δεύτερη γυναίκα, άλλα τώρα τής έδωσε την άδεια να παντρευτεί, και έτσι την φέραμε εδώ. Εγώ τούς πίστεψα και τούς στεφάνωσα. Ύστερα από τρεις μέρες έμαθα ότι ό σουλτάνος κυνήγησε τον πατέρα της για να τον σκοτώσει, άλλα αυτός ξέφυγε, έπιασε όμως τον αδελφό της, τον έδειρε άγρια και τον παλούκωσε. Εγώ τότε φοβήθηκα και έπεσα σε μεγάλη ταραχή. Μετά από αυτό πήγα σε ένα χωριό πού λέγεται Κόστεν- σ' ολόκληρο το καδηλίκι τού Καρνομπάτ μόνο εκείνη είχε εκκλησία, για να λειτουργήσω την μέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Ήρθε ένας άνθρωπος πού τον λέγανε Μίλος, για να με φωνάξει για κάποια βιαστική δουλειά. Και εγώ μετά το γεύμα σηκώθηκα και πήραμε με αυτόν τον Μίλος τον δρόμο μας. Είδαμε σε ένα μέρος, λίγο μακρύτερα από τον δρόμο, άνδρες και γυναίκες να θερίζουν το χωράφι, και δύο Τούρκοι, πάνω στ' άλογα, έστεκαν κοντά τους. Καθώς περνούσαμε στον δρόμο, μάς φώναξαν να πάμε κοντά τους. Και όταν πλησιάσαμε, λέει ό Μίλος: «Είναι ό σουλτάνος », και εγώ έτρεξα να του φιλήσω τα γόνατα. Αυτός με ρωτήσει « Εσύ είσαι ό παπάς σ' αυτά τα χωριά;» Και εγώ απάντησα: «Εγώ είμαι, ό δούλος σας». Κι αυτός μου είπε: «Εσύ στεφάνωσες την κόρη του Κοβαντζή στο Καρνομπάτ;» Απάντησα: «Εγώ είμαι άνθρωπος ξένος, ήρθα τώρα γρήγορα και δεν ξέρω ποιά είναι ή κόρη τού Κοβαντζή». Αυτός αμέσως σήκωσε το τουφέκι του και με τον υποκόπανο με κτύπησε δύο φορές στην πλάτη.
Ύστερα τράβηξε κατά πάνω μου το πιστόλι, άλλα εγώ καθώς ήμουν κοντά του, του άρπαξα το πιστόλι. Αυτός φώναξε στον άνθρωπο του: «Δώσε μου γρήγορα σκοινί να τον κρεμάσω αυτόν τον πεζεβέγκη».
Αυτός πήγε και πήρε από το άλογο μου το διπλό χαλινάρι, και το τύλιξε γύρω απ' τον λαιμό μου. Ήταν εκεί κοντά μια ιτιά. Σκαρφαλώνει αυτός στην ιτιά και με τραβάει με το χαλινάρι -ψηλά, εγώ όμως, καθώς δεν είχα δεμένα τα χέρια, κρατούσα το χαλινάρι και το τραβούσα προς τα κάτω, παρακαλώντας τον σουλτάνο να με λυπηθεί. Αυτός, καθισμένος επάνω στο άλογό του, φώναξε με μεγάλο θυμό στον Μίλος και τού είπε: «Έλα, μπρέ, και σήκωσε αυτόν τον πεζεβέγκη». Και ό Μίλος άρχισε να τον παρακαλεί για χάρη μου, αλλά όταν τον κτύπησε με τον υποκόπανο τού τουφεκιού του, τού ξέσκισε το σαγόνι. Τότε ό σουλτάνος γύρισε το πρόσωπο του προς την ιτιά, και σήκωσε το τουφέκι προς τον άνθρωπο του, φωνάζοντας του: «Γιατί, μπρέ, δεν τραβάς το σκοινί; Τώρα θα σε ρίξω από την ιτιά». Αυτός τραβούσε κατά πάνω, αλλά και εγώ τραβούσα κατά κάτω, γιατί τα χέρια μου δεν ήταν δεμένα. Όταν ό σουλτάνος σήκωσε τα μάτια του ψηλά, ό σύντροφος μου ό Μίλος το έβαλε στα πόδια, και δεν υπήρχε κανείς για να με σηκώσει.
Τότε ό σουλτάνος είπε στον άνθρωπο του: «Κατέβασέ τον κάτω, να πάμε στο χωριό, να τον κρεμάσουμε εκεί, να τον δει όλος ο κόσμος». Και μού έδωσαν στο χέρι το άλογό μου, να το οδηγώ από το χαλινάρι, και εκείνος με τραβούσε με το σκοινί από τον λαιμό. Ό σουλτάνος ερχόταν μετά από έμενα, με έβριζε, και μού έλεγε: «Αν δεν σκοτώσω εσένα, ποιόν θα σκοτώσω; Να παντρέψεις την γυναίκα μου με τον γκιαούρη!» Εγώ τον παρακαλούσα, γιατί είχα απελπιστεί πια από την ζωή. Αλλά όταν με πέρασε από το λιβάδι, είχε χόρτα και αγριόχορτα μέχρι το γόνατο, και δεν μπορούσα να περπατήσω. Πόσες φορές δεν έπεσα, και αυτός τραβούσε το σκοινί λίγο έλειψε να με πνίξει. Καθώς ερχόταν από πίσω μου ό σουλτάνος και έβριζε, πυροδότησε το πιστόλι από πίσω, άλλα δεν έβγαλε φωτιά. Ύστερα και πάλι το πυροδότησε και έβγαλε φωτιά, άλλα δεν με πέτυχε, η δεν σκόπευσε επάνω μου επειδή ήταν μεθυσμένος.
Όταν βγήκαμε στον δρόμο είπε στον άνθρωπο του: «Στάσου». Σταματήσαμε, και τότε έφερε το τουφέκι πολύ κοντά μου και ειπεί « Γκιαούρη, έλα τώρα αμέσως στη δικιά μας πίστη, γιατί αύτη την ώρα θα φύγεις από αυτόν τον κόσμο». Και εγώ τί να κάνω; Από τον θανάσιμο φόβο στέγνωσε το στόμα μου, και δεν μπορούσα να μιλήσω. Τού είπα μόνο: «Όμως αφέντη, γίνεται μήπως πίστη με το τουφέκι; Θέλεις να σκοτώσεις έναν παπά- μήπως θέλεις να λάβεις έπαινο από τον κόσμο;» Αυτός για πολλή ώρα κρατούσε το τουφέκι κατά πάνω μου και σκεφτόταν. Ύστερα μου είπε: «Θα χωρίσεις εκείνη τη νύφη από τον άντρα της;» Και εγώ απάντησα: « Στ' αλήθεια, μόλις πάω στο Καρνομπάτ θα τούς χωρίσω». « Ορκίσου», λέει. Και εγώ τί να κάνω; Από τον φόβο τού θανάτου, ορκίστηκα και είπα: « vallahi- billahi» που σημαίνει μα το Θεό. θα τούς χωρίσω». Τότε με βοήθησε και ό άνθρωπος του, και είπε: «Αφέντη, τί χρειάζεται να τη χωρίσει; Αυτός μόνο ας την αφορίσει, και αυτή μόνη της θα φύγει από κείνον». Τότε είπε στον άνθρωπο του: «Αν είναι έτσι, τότε άφησέ τον να πάρει τον δρόμο του».
Και εγώ μόλις καβάλησα το άλογο, μέσα σε ένα τέταρτο βρέθηκα στο χωριό Σίγμεν, πού είναι από εκεί δύο ώρες δρόμο. Και εκεί βιαστικά ήπια τρία τέσσερα ποτήρια δυνατό ρακί, και όταν κάθισα, τότε με έπιασε ό τρόμος, και άρχισα να τρέμω σαν από ελονοσία. Μέσα σε μία ώρα έφτασε εκείνη και ό Μίλος, και όταν με είδε, ξαφνιάστηκε και τον έπιασε φόβος. Πιάστηκε από το λαβωμένο πρόσωπο του, και είπε: «Αχ, πάτερ μου, είσαι ζωντανός; Εγώ, όταν το έβαλα στα πόδια, συνέχεια έβλεπα από μακριά την ιτιά, αν είσαι κρεμασμένος, και δεν ήσουν εκείνη- αλλά όταν βρόντηξε το τουφέκι είπα: αυτό ήταν, έφυγε από αυτόν τον κόσμο ό δυστυχισμένος ό παπά-Στόικο». Έτσι λοιπόν, τέτοιες ταλαιπωρίες και τρόμος θανάτου έπεσε στο κεφάλι μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου