Έχουμε ακόμη μια επίσκεψη. Έχει σκοτεινιάσει για καλά και μείς περπατάμε σε καταλασπωμένα απ' την πρόσφατη βροχή σοκάκια. Ό ουρανός πάνω μας κάτασπρος, δεν μπορεί όμως να φωτίσει τη νύχτα. Τσουχτερή υγρασία. Ό π. Ιννοκέντιος ανοίγει μια ξύλινη πόρτα και μπαίνουμε σ' ένα μικρό κήπο. Στο βάθος διακρίνουμε τη σιλουέτα της ίζμπας.
— Ευλόγησον διάκονε Σέργιε!
Φωνάζει ό π. Ιννοκέντιος, καθώς ανοίγει την ξύλινη χαμηλή πόρτα της ιζμπας. Οι μεντεσέδες τρίζουν και 'μείς σκύβουμε το κεφάλι για να περάσουμε και να βρεθούμε σ' ένα σκοτεινό χωμάτινο διάδρομο, πού χρησιμεύει και ως αποθήκη των εργαλείων και της σοδειάς του κήπου. Στην μπασιά της μεγάλης κάμαρας μας υποδέχεται ό γέρο-διάκονος Σέργιος και μάς οδηγεί μέσα. Ή κάμαρα διαθέτει την πολυτέλεια του ξύλινου πατώματος.
Ό διάκονος Σέργιος έχει ξεπεράσει τα ογδόντα. Ήταν παιδί την εποχή των μπολσεβίκων. Διέθετε χαρίσματα πολλά. Εξαιρετική φωνή και ζωγραφικό ταλέντο. Τα διέθεσε όλα στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Έγινε διάκονος και χοράρχης στην Λαύρα.
Αυτή την αγάπη του στην Εκκλησία την πλήρωσε με εξορία στα σταλινικά χρόνια. Σε μια ανάκριση... έχασε το ένα του μάτι.
— Όμως για την αγάπη του Χριστού και της Παναγίας αξίζει να δώσει κανείς και τα δύο του μάτια και τη ζωή του ολάκερη, μάς βεβαιώνει απλά με τα λόγια του, αλλά τόσο πειστικά με τη ζωή του.
Ό π. Ιννοκέντιος τον παρακαλεί να μάς ψάλλει, και ή φτωχική ίζμπα γεμίζει απ' την ωραία του φωνή. «Απόστολοι εκ περάτων...» σε δική του μουσική σύνθεση. Ύστερα το απολυτίκιο του αγίου Σεργίου.
Ή κόρη του ή Μαρία, ψιλόλιγνη, κατάξανθη, μ' ένα συνεχές ντροπαλό χαμόγελο, ντυμένη ένα πτωχότατο τσίτι, ιδία ντοστογιεφσκική φιγούρα, μάς καθαρίζει μήλα από τον κήπο τους και ετοιμάζει τσάι. Ή μυρουδιά του ξινόμηλου και του τσαγιού γέμισε το δωμάτιο.
Τί άρχοντας τούτος ό γέρο-διάκονος Σέργιος! Ψηλός και γεμάτος, με κάτασπρα μαλλιά και ποταμούς γένια, με τις χοντρές χωριάτικες ρωσικές μπότες του. Ό π. Ιννοκέντιος τον παρακαλεί κι αυτός, κοκκινίζοντας από αιδημοσύνη, μάς δείχνει τις ζωγραφικές και αγιογραφικές του δημιουργίες, πού στολίζουν όλους τούς ξύλινους τοίχους της ίζμπας μέχρι τα χονδρά μαδέρια πού στηρίζουν το ταβάνι. Κι ή κόρη του, λεπτοκαμωμένη, καμαρώνει.
Θεέ μου πόση αρχοντιά, πόση αξιοπρέπεια μέσα σε τούτη την ίζμπα. Μέσα σε τόση φτώχια, σε τόσο πόνο, τί ομορφιά, τί φώς! Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα...
Βρίσκομαι και πάλι μαζί με τον Άλιόσα στο κελί του στάρετς Ζωσιμά λίγο πριν πεθάνει κι ακούω και κατανοώ τη διδαχή του:
«...Όλη μου τη ζωή απορούσα με τη μεγάλη αξιοπρέπεια πού 'χει ό λαός μας, μπορώ να το μαρτυρήσω, την έβλεπα κι απορούσα, την έβλεπα παρ' όλο το έρεβος, τη βρωμιά και τη φτώχια του λαού μας. Δεν έχει κανένα ραγιαδισμό κι ας πέρασε δύο αιώνες σκλαβιάς. Έχει ύφος ελεύθερο και φέρνεται σαν ελεύθερος, χωρίς όμως να προσβάλει κανέναν. Δεν είναι ούτε εκδικητικός ούτε φθονερός. Είσαι φημισμένος, είσαι πλούσιος, είσαι έξυπνος, έχεις ταλέντο, χαλάλι σου, ας σ' ευλογεί ό Θεός. Σε τιμώ, μα ξέρω πώς και 'γώ άνθρωπος είμαι. Και μονάχα το γεγονός ότι σε τιμώ χωρίς φθόνο, άποδείχνει την αξιοπρέπεια μου". Αλήθεια σάς λέω, ανθρώπους δεν το λένε αυτό - γιατί δεν ξέρουν ακόμα να το πουν - όμως έτσι συμπεριφέρονται, το είδα και το δοκίμασα ό ίδιος.
Και - το πιστεύετε τάχα; - όσο πιο φτωχός και ταπεινός είναι ό Ρώσος τόσο περισσότερη απ' αυτή την αξιοπρέπεια, και την αλήθεια, έχει μέσα του...».
Το διπλανό δωμάτιο, πού δεν μάς χωρά όρθιους, είναι το καταφύγιο του διακόνου Σεργίου. Γεμάτο εικόνες, δημιουργίες του αγιογραφικού του ταλέντου, και ωραιότατα παλαιά ρωσικά καντήλια. Κάθεται στο μικρό εκκλησιαστικό όργανο όπου προετοιμάζει τις συνθέσεις του για τις Λειτουργίες της Λαύρας.
Αρχίζει να παίζει και να ψάλλει. Ό π. Ιννοκέντιος και ή κόρη του τον συνοδεύουν.
Ό γέροντας θυμάται τη γυναίκα του, τη διακόνισσα Νατάσσα. Παρακαλεί τον π. Βασίλειο να ψάλλει ένα τρισάγιο για την ψυχή της. Με δάκρυα συνοδεύει στο μουσικό όργανο τις ρωσικές επιμνημόσυνες ψαλμωδίες τού π. Ιννοκεντίου. Στο «αιωνία ή μνήμη...» τα χέρια του τρέμουν πάνω στα πλήκτρα κι ή φωνή του διακόπτεται από λυγμούς. Σταματάει μία στιγμή, σκουπίζει τα δάκρυά του και συνεχίζει...
Ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Ό διάκονος Σέργιος ξανακάθεται στο όργανο.
— Θα ψάλουμε όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη», για τη Ρωσία μας και την Εκκλησία μας, μάς λέει.
Το καμαράκι παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Γίνεται ουρανός. Γεμίζει πασχαλιάτικο φως και γιορτάζουμε την Ανάσταση ενός λαού, την Ανάσταση μιας Εκκλησίας, καθώς ό γέρο-διάκονος Σέργιος παίζει με ενθουσιαστικό πάθος κι όλοι μαζί, ό καθένας στην γλώσσα του, ψέλνουμε τον επινίκιο αναστάσιμο παιάνα, το «Χριστός Ανέστη»!
ΒΙΒΛΙΟΓ, ΒΙΒΛ. ΡΩΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΣΤΗ ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΑΛΕΤΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου