Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΑΧΗ ΠΑΥΛΑ.


Κατά παράκληση μας ή Αδελφότης της Ιεράς Μονής «ΥΠΑΠΑΝΤΗ! ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ» Έλευθερουπόλεως μας έστειλαν λίγα στοιχεία αναφερόμενα στην αδελφή Παύλα. Τα μεταφέρομε εδώ προς ψυχική μας ωφέλεια και εις μνήμην της σεβαστής μητέρας μας, στις προσευχές και το ενάρετο παράδειγμα τής οποίας, μετά Θεόν, οφείλουμε όλα τα παιδιά της ότι καλό έχουμε.


Ή Εκκλησία στα πόδια μας, φαγητό βρίσκομε έτοιμο, δόξα τω Θεώ, τώρα μόνο να σωθούμε».

Ύστερα αρχίζαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Έλεγε με πολλή όρεξη, με την καρδιά της, το «Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε». «Αλληλούια».

Μετά από κάθε αδελφή πού τελείωνε, θα έλεγε την δική της προσευχή, με πολλή ευλάβεια:

Άχραντε και βασίλισσα, δόξα των Αρχαγγέλων, ή προστασία των πιστών και καύχημα Αγγέλων.

Αναξίοις μας χείλεσι, απαύστως σε υμνούμεν, τούς παναγίους πόδας σου, ευλαβώς προσκυνούμεν.

Θερμώς δεόμεθα, Αγνή, και σε παρακαλούμεν αιτήματα σωτηρίας παρά σού εκζητούμεν. Να μας απαλλάξης των παθών, ψυχής μας την ειρήνη δώρησαί μας ταπείνωσιν, ως και την σωφροσύνην.

Μεγάλην μέν των αρετών καλήν αύτομεμψίαν, δίωξον δε εκ ψυχής, κακήν κενοδοξίαν.

Αντί αυτών εμφύτευσον, Θεοτόκε Μαρία, ευχήν την αδιάλειπτον και την φιλαδελφίαν.

Ίνα ρυσθώμεν άπαντες, φρικτής κολάσεως και τιμωρίας, αξιωθώμεν δε ομού, της Ουρανών Βασιλείας.


Όταν τελειώναμε μετρούσε πόσες φορές τούς είπα­με. Όσο ποιό πολλές φορές τούς άκουγε τούς χαιρετισμούς τής Παναγίας τόσο πιο πολύ χαιρόταν.

Μετά άρχιζε άλλα τροπάρια:

Χαίρε Αγιον Όρος και θεοβάδιστον, χαίρε έμψυχε βάτε και ακατάφλεκτε, χαίρε ή μόνη προς Θεόν κόσμου γέφυρα, ή μετάγουσα θνητούς προς την αιώνιον ζωήν, χαίρε ακήρατε κόρη, ή απειράνδρως τεκούσα την Σωτηρίαν των ψυχών ημών.

Των Αγίων Μαρτύρων τα κατορθώματα Ουρανών αι Δυνάμεις υπερεθαύμασαν, ότι εν σώματι θνητω, τον ασώματων εχθρόν, τη δυνάμει του Σταυρού, αγωνισάμενοι καλώς, ενίκησαν αοράτως, και νυν πρεσβεύουσι τω Κυρίω, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών.

Και της έλεγα:

-Τί πολλά τροπάρια πού ξέρεις αδελφή Παύλα; -Όλα αυτά από την μητέρα Φεβρωνία τα έχω. Πήγαινα πολύ τακτικά στο Θοδώροβο πού καθόταν και άκουγα πού έψαλλαν και διάβαζαν διάφορα βιβλία, όλα από εκεί τα έμαθα.

Δύο χρόνια πριν κοιμηθεί δεν έβλεπε καλά και τα χεράκια της ήταν αδύναμα και έτρεμαν, γι' αυτό δεν μπορούσε να κόψη κομποσκοίνια μόνο καθόταν και άκουγε τούς χαιρετισμούς.

Ξαφνικά χαμογελούσε λίγο και έλεγε:

-Τώρα θα γίνω μικρό.

Είμαι μικρός στο ανάστημα μικρός στην ηλικία πλην αγαπώ τα γράμματα μ' αρέσουν τα βιβλία. Τα τόπια δεν τα αγαπώ οι κούκλες δεν μ' αρέσουν, γράμματα θέλω, γράμματα, αυτά υποστηρίζουνε πατρίδα και Θρησκεία.

Εγώ για να την πειράξω της έλεγα:

-Ό μπάρμπα Νικόλας δεν ήταν και τόσο καλός. -Ή αδελφή Παύλα έλεγε:

Καλός ήταν, ό Νικόλας, καλός ήταν.

Ποτέ δεν ακούσαμε από το στόμα της να κατηγορήσει άνθρωπο. Όλοι ήταν καλοί για την αδελφή Παύλα δεν υπήρχε κακός άνθρωπος.


Μας διηγιόταν και διάφορες ιστορίες από την ζωή της.


-Μια φορά, μας είπε, είχα μικρό κοριτσάκι την Ευγενία, και ένα μωρό στην αγκαλιά. Ή Ευγενία πεινούσε, και ήθελε να της δώσω κάτι να φάει. Εγώ της είπα ότι δεν έχω τίποτε, ούτε και χρήματα είχα να αγοράσω κάτι.

Σε λίγο μια γυναίκα μας πλησίασε και έβαλε μέσα στο χεράκι της μερικά χρήματα. Εγώ δεν την πρόσεξα φαίνεται, γιατί όταν είδα τα χρήματα στα χέρια της Ευγενίας την ρώτησα, που τα βρήκε και εκείνη μου είπε: δεν την είδες μαμά την γυναίκα πού τα έβαλε στο χέρι μου; πάρε μου τώρα κάτι να φάω. Όταν γύρισα να δώ την γυναίκα, δεν υπήρχε πουθενά.

Όταν συζητούσαμε για πόλεμο και λέγαμε, αν γίνει πόλεμος τί θα κάνομε; θα έχωμε άραγε τίποτε να τρώμε; Ξαφνικά, ενώ άκουγε και δεν μιλούσε, άρχιζε να μας λέει:

Και αν δεν μου μείνει εντός του κόσμου,

πού ν' ακουμπήσω, να σταθώ,

εκεί ψηλά είναι ό Θεός μου,

πώς ημπορώ να άπελπισθώ;

Είναι ό Θεός πού μ' έχει πλάσει,

το χέρι του το σπλαγχνικό,

δεν ημπορεί να με ξεχάσει

και να μ' αφήσει νηστικό.

Φαιδρά στα δάση όλογυρίζουν,

τα πετεινό του ουρανού,

ποτέ δεν σπέρνουν, δεν θερίζουν

και όμως κανένα δεν πεινά.


Και πέρναμε θάρρος και δυνάμωνε ή πίστις μας και ή ελπίδα μας στον Θεό.

Μετά μας έλεγε:

-«Μη φοβάσθε αδελφές, να έχετε την πίστη σας στον Θεό. Εάν δεν επιτρέψει ό Θεός κανείς δεν μπορεί να μας πειράξει εμείς στο βουνό ήμασταν και ό παππούς μου συνέχεια έκανε προσευχή με το Συνέκδημο στο χέρι. Οι σφαίρες περνούσαν από κοντά μας και καμία δεν έπεσε πάνω μας».

Όταν τής έλεγε κάποια αδελφή, πολύ κρύο κάνει αδελφή Παύλα.

- «Εμείς, έλεγε, ούτε στο κρύο είμαστε ευχαριστημένοι ούτε στην ζέστη. Ό Θεός όλα τα κάνει στον καιρό πού πρέπει, γιατί όλα χρειάζονται. Γι' αυτό πρέπει σ' όλα να είμαστε ευχαριστημένοι».

Ήταν πάντως τύπος και παράδειγμα προς μίμησιν σε όλες τις αδελφές.

Κάθε φορά πού την συναντούσε μια αδελφή και την μιλούσε λίγο, άρχιζε την ευχαριστία.

-«Ευχαριστώ τω Θεώ πού μ' έφερε εδώ. Ευχαριστώ τω Θεώ χίλιες φορές. Να τον ευχαριστείτε και σεις πού σας αξίωσε και ήλθατε μικρές μέσα σ' αυτήν την κιβωτό».

Από το στόμα της πάντοτε έβγαινε δοξολογία προς τον Θεόν. Και στις αρρώστιες ακόμα δοξολογούσε τον Θεόν.

Δεν κατέκρινε ποτέ κανέναν, ούτε στεναχώρησε καμιά αδελφή όσα χρόνια έζησε στο μοναστήρι.

Ό ερχομός τής αδελφής Παύλας στο μοναστήρι μας ήταν μια ευλογία Θεού.

Δεν καταλάβαμε ότι ήλθε κοσμική για να μονάση, αλλά ότι ήταν ήδη έτοιμη μοναχή.

Όλη ή ζωή της ήταν παραδειγματική. Πάντοτε την βλέπαμε με το κομποσκοίνια στο χέρι, να ψιθυρίζει την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, έλέησον ημάς.

Με το κτύπημα τής καμπάνας πρώτη πήγαινε στην Εκκλησία, αλλά και σε όλες τις συνάξεις.

Όταν την συναντούσε ή αδελφή Μ. την παρακαλούσε να τής πι ένα ποίημα, και ποτέ δεν τής χαλούσε το χατίρι.

-Στην ζωή σου αν ποθείς ευτυχής να ζήσης, μη ζητείς να δοξαστείς μηδέ να πλουτίσεις

Ας σού είναι αρκετά μόνον όσα έχεις,

τις διά τα πετεινό μεριμνά; μόνον ό Θεός τα τρέφει.

Με την Βίβλο ως λαμπάδα, θέλω τον ακολουθεί στου θανάτου την κοιλάδα και δεν θέλω φοβηθεί.

Ό Θεός ό Παντεπόπτης μεριμνά και διηγιόταν' ημάς, ζήσε δίχως τιμή και δόξα, διά να εύρης εκεί τιμάς...

Αναμνήσεις τής αδελφής Ε., κόρης της

...Δεν μπορούσα να καταλάβω την αρετή πού έκρυβε μέσα της ή μάνα μας. Δεν την άκουσα ποτέ να κάνη παράπονο για τις στερήσεις τού σπιτιού.

Με πολλή όρεξη την έβλεπα να πηγαίνει στα χωράφια νύχτα για το καπνό και πολλές φορές ολομόναχη. Εμένα δεν με έπαιρνε για να μην αρρωστήσω. Στο βελόνιασμα τού καπνού μας διηγιόταν θαύματα τής Παναγίας. Μού έλεγε πόσο ωραία είναι στο Μοναστήρι.... Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τον πολύ πόθο πού είχε προς τον Θεόν και την καλογερική....

Όταν ήλθε στο Μοναστήρι το 1991, δεν μπορείς να φαντασθής πόση χαρά είχε. Ήταν των Αγίων Τριών Ιεραρχών... Όταν ή Γερόντισσα μας ανακοίνωσε πώς θα γινόταν ή αδελφή Παρασκευή ρασοφόρα και θα τής αλλάξουμε το όνομα και τής είπανε Παύλα Μοναχή, μού φάνηκε πολύ παράξενο, επειδή δεν είχα ακούσει το όνομα αυτό.

Ρώτησα την Γερόντισσα, και μού είπε δεν ξέρω, έτσι με φώτισε ό Θεός.

Μετά πήγαμε στο κελί και ρώτησα την αδελφή Παύλα. Σού άρεσε το όνομα; και μού λέει με πολλή συγκίνηση.

-Αν μου άρεσε; Εγώ τον έχω τον Απόστολο Παύλο ιδιαίτερη ευλάβεια. Όταν ήμουν στο Σιδηρόκαστρο με τον Στυλιανό, αφού μαγείρευα τα παιδιά, και τελείωνα και τις άλλες δουλειές, ανέβαινα από ένα στενό μονοπάτι σε ένα λόφο, στο εκκλησάκι του Αποστόλου Παύλου, άναβα το καντηλάκι, προσευχόμουν και μετά κατέβαινα γρήγορα, γιατί ήταν πολύ ερημικό το μέρος και φοβόμουνα' αλλά έπαιρνα μεγάλη δύναμη και είχα μεγάλη χαρά, γιατί κανείς δεν πήγαινε να προσκύνηση και να ανάψει το καντηλάκι του Αποστόλου.

Εάν την έκανα καμιά παρατήρηση στο κελί, αμέσως μου έλεγε:

-Συγχώρεσε με, δεν καταλαβαίνω.

Όταν κουραζόμουν και πήγαινα στο κελί να ξεκουραστώ, αν με ξέφευγε κανένα ωχ! κουράστηκα. Καθόλου δεν έδειχνε ότι με λυπόταν, ή να μου πι, μην κουράζεσαι τόσο πολύ. Μόνο με συμβούλευε.

-Όσο μπορείς δούλευε, και πάντα να λες δόξα σοι ό Θεός. Εγώ ήλθα μεγάλη στο Μοναστήρι. Πόσο ήθελα να έκανα δουλειές; αν έβλεπα λίγο, θα πήγαινα να μαζεύω χόρτα, και να τα βράζω για τις αδελφές....

Όταν δεν τής άρεσε το φαγητό, ποτέ δεν με στενοχωρούσε να μου πι θέλω κάτι άλλο ή δεν μου άρεσε αυτό μόνο μου έλεγε Ευγενία, χόρτασα.

Μετά τον Εσπερινό, πηγαίναμε στο κελί, για να κάνωμε κανόνα, και με ρωτούσε:

-Ποιός Άγιος είναι αύριο; θέλω να κάνω κομποσκοίνια.

Έκανε στον Άγιο ένα τρακοσάρι κομποσκοίνια και μετά θυμόταν τούς πεθαμένους. Ό τάδε με βοήθησε, του έκανε ένα, ό άλλος μου έκανε καλό, άλλο κομποσκοίνια, όποιος την παρηγόρησε στην ζωή της, όλους τούς θυμόταν και τούς έκανε κομποσκοίνια.

Μερικές φορές μου διηγιόταν περιστατικά από την ζωή της. Πραγματικά ήταν να κλαις. Όταν τελείωνε, νόμιζε ότι έκανε αμαρτία πήγαινε στην Γερόντισσα και της έλεγε:

-Συγχώρεσε με, σήμερα μίλησα πολύ.

Τρεις ημέρες μετά δεν μιλούσε.

Ή αδελφή Παύλα μοναχή, ή σεβαστή μας μητέρα, είχε σταθερό στόχο και ιερό πόθο την ευαρέστηση του Θεού. Είχε πρωταρχικό μέλημά της την σωτηρία της αθάνατης ψυχής της και ισόβιο σκοπό τής ζωής της να δοξάζει τον Θεό, να κατακτήσει τον ουρανό. Γι' αυτό και σε όλη της την πολυκύμαντη ζωή αγωνιζόταν συνειδητά, με πολλές πνευματικές και σωματικές ασκήσεις, για την ταπείνωση του σώματος και τής ψυχής, με προσευχή, εγκράτεια, ταπείνωση, φιλανθρωπία, υπομονή, και με προθυμία και χαρά διακονούσε τον πλησίον. Διέθετε ελεήμονα καρδιά και άδολη αγάπη Χρίστου.

Είθε ό Κύριος του ελέους και τής Φιλανθρωπίας, με τις μεσιτείες τής Ύπεραγίας Θεοτόκου και όλων των Α­γίων, να άναπαύση την ψυχήν τής δούλης του Παύλας μοναχής μετά των σεσωσμένων και εύαρεστησάντων Αύτόν. Αιωνία αυτής ή μνήμη. Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓ.ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ ΤΕΥΧΟΣ 7 . ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2003


Δεν υπάρχουν σχόλια: