Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΨΑΛΜΌΣ 103. ΕΡΜΗΝΕΊΑ. 35 Εκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἀνομοι, ώστε μη υπάρχουν.

 





35 Εκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἀνομοι, ώστε μη υπάρχουν.

Ἡ τελευταία φράση ἀποτελεῖ ἐπανάληψη τῆς πρώτης φράσης τοῦ ψαλμού.

Ἡ ἀναφορὰ στὴν ἐξαφάνιση τῶν ἁμαρτωλῶν δηλώνει τὴ λαχτάρα τοῦ ποιητῆ νὰ εὐαγγελιστοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴ χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου.

Υπάρχει καὶ μιὰ ἀναγωγική προσέγγιση τοῦ ψαλμοῦ. Σύμφωνα με αὐτή, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς στίχους του περιγράφουν όχι μόνον τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναδημιουργία, είναι  αὐτὴ ποὺ ὀνομάζουμε Ἐκκλησία. Μέσα σ' αὐτὸ τὸν κόσμο του χάους καὶ τῆς ἀβύσσου ἀναδύθηκε ένας νέος κόσμος. Δὲν καταργήθηκε ὁ παλαιός, ἀλλὰ καινουργήθηκε, χάρις στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ δι' αὐτῆς προσέλαβε τὴ Δημιουργία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ξαναφώτισε. Στὸ περιστατικὸ τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ ὄρος Θαβώρ, μᾶς ἔδειξε ὅτι τὸ ὑπερφυὲς φῶς τῆς δόξας του δὲν φωτίζει μόνον τὸ πρόσωπό του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱμάτιά του, δηλαδή υλικά στοιχεῖα τοῦ κόσμου. Τώρα μποροῦμε νὰ ξανατραγουδήσουμε τὴν ἀναδημιουργημένη κτίση. Μποροῦμε νὰ ξαναμιλήσουμε γιὰ νερὰ ποὺ ἁγιάζονται, γιὰ τὰ νερὰ ποὺ ὑπακούουν στὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἂν κινδυνεύουμε συχνὰ ἀπὸ τὴν πληθώρα τῆς παρουσίας τους ή ἀπὸ τὴ στέρησή τους, ξέρουμε ὅτι ὁ ἐπιφανεὶς Θεὸς θὰ εἰσακούσει τις δεήσεις μας καὶ θὰ οἰκονομήσει τὴ ζωογόνο ἐνέργειά τους.

Πρὶν ἀπ' ὅλα, τὸ νερὸ θὰ γίνει ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀναγεννήσεως ἑκάστου ἀνθρώπου ποὺ θὰ θελήσει νὰ ἀνατρέψει τὴν προοπτικὴ τοῦ θανάτου καὶ νὰ εἰσαγάγει τὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς βυθιζόμενος στὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. Τὸ νερὸ γίνεται ζωογόνος πηγὴ ἀπολυτρώσεως. Ἡ πηγή του δὲν βρίσκεται στὰ ὄρη, ἡ ροή του δὲν συντρέχει τις πεδιάδες, ἀλλὰ πηγή του εἶναι ὁ τόπος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ ἁγιαστική του δύναμη διατρέχει τὸν τόπο τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ βάπτισμά του έκαστος πιστὸς ἀνατρέπει τὴν προοπτικὴ τῆς φυσικῆς γέννησης (προοπτικὴ θανάτου) καὶ ἐγκαινιάζει τὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς.

Κι ὅπως στὴν αὐγὴ τῆς ἱστορίας βλέπουμε τὸν Θεὸ νὰ περιβάλλεται μὲ τὸ ἀρχέγονο φῶς (μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς

ἱμάτιον), ἔτσι τώρα, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν βλέπουμε νὰ περιβάλλεται μὲ τὸ ὑπερφυές φῶς τῆς θείας δόξας. Ἄγγελοι καὶ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου μποροῦν τώρα νὰ δοξολογοῦν γιὰ τὴν ἐπὶ γῆς εἰρήνη καὶ νὰ ἀγγέλλουν τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἢ νὰ ὑψώνουν τὰ τίμια δῶρα καὶ νὰ τὰ ἀποθέτουν ἔπειτα ὡς πῦρ φλογὸς γιὰ νὰ ζωογονήσουν τὸν κόσμο διὰ τῆς θείας Κοινωνίας.

Σὲ μιὰ τέτοια ἀναγωγικὴ προσέγγιση, τὰ ζῶα στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ποιητής, τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, οἱ ὄναγροι, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ στρουθία, οἱ ἐρωδιοί, οἱ λαγωοί, τὰ μικρὰ λιονταράκια, τὰ κήτη τῆς θάλασσας, ὅλα μποροῦν νὰ ἀναχθοῦν καὶ οἱ στίχοι νὰ ξαναδιαβαστοῦν ὡς χαρακτῆρες ἀνθρώπων, ἥμεροι ἢ ἄγριοι, θαρεμένοι ἢ φοβισμένοι, τῆς νύχτας ἢ τῆς ἡμέρας, καθεύδοντες ἢ γρηγοροῦντες. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀντλοῦν τὸ εἶναι τους καὶ τὸ ἔχει τους, τὸ ξέρουν ἢ δὲν τὸ ξέρουν, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δείχνει νὰ ἀνοίγει τὰ χέρια του γιὰ νὰ ζωογονήσει, ἢ ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του καὶ ὅλα χάνονται.

Καὶ μάλιστα, εἰδικὰ οἱ τελευταῖοι στίχοι, περιγράφουν, κατὰ τὸν προφητικό τρόπο, τὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, μᾶς λέει ὁ ποιητής. Τί λέμε στὴ θεία Λειτουργία;

Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα... Η, Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον, ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἐκ σοῦ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων.

Τελειώνω μὲ ἕνα σχόλιο τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη: «Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ 103ος ψαλμός, ὅταν διαβάζεται ὡς προοιμιακὸς στὸν Ἑσπερινό, δὲν καταλήγει ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τελειώνει μὲ τοὺς προηγούμενους στίχους: “ἔθου σκότος καὶ ἐγένετο νύξ” (στίχος 20), “ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας” (στίχος 24), “Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν”. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὸ πολὺ φῶς, καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ ξέρει, γι᾽ αὐτὸ δὲν τελειώνει ὁ Προοιμιακὸς μὲ τὸ κτιστὸ φῶς τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ ποὺ γιὰ τὴν κοινὴ λογικὴ καὶ αἴσθησι λέγεται καὶ φαίνεται σκότος, ἐπειδὴ εἶναι πλησμονὴ ἀκτίστου καὶ ἀδύτου φωτοχυσίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: