«Μιά νύκτα μπῆκα σε κάποιο σπίτι καί ἀφοῦ μάζεψα διάφορα πολύτιμα αντικείμενα ἑτοιμάσθηκα να φύγω, ὅταν τυχαῖα τά μάτια μου ἔπεσαν πάνω σέ ἕνα ἀνοικτό βιβλίο πού βρισκόταν στό τραπέζι τῆς κουζίνας. Πλησιάζοντας ἀναγνώρισα πώς ἦταν ἡ Ἁγ. Γραφή. Προφανώς, σκέφθηκα, ἡ ὑπηρέτρια τοῦ σπιτιοῦ θά τή διάβαζε καί τήν ξέχασε ἀνοικτή. Ἀπό περιέργεια ἔρριξα μιά ματιά νά δῶ τί γράφει. Τά μάτια μου ἔπεσαν πάνω στά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ: “Οἱ ὀφθαλμοί τοῦ Κυρίου βλέπουν".
Ξαφνικά, σάν σε κινηματογραφική ταινία εἶδα τή μητέρα μου να διαβάζη τή Γραφή. Θυμήθηκα τις συμβουλές καί τά λόγια της. Η συνείδησί μου ξύπνησε, αἰσθάνθηκα τύψεις γιά τό κατάντημά μου και μετανόησα. Ἄφησα τα κλοπιμαῖα καί ἔγραψα με μολύβι στό ἀνοικτό φύλλο τῆς Ἁγ. Γραφῆς: "Ιησοῦ μου,
Σέ εὐχαριστῶ". Ἄνοιξα τήν ἐξώπορτα καί τήν ἔκλεισα μέ δύναμι γιά νά ξυπνήσουν οἱ ἔνοικοι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου