Εξομολογούσε στο κελί του.
Για νά φέρνει σε βαθύτερη κατάνυξη τούς εξομολογούμενους τούς έδινε το ευχολόγιο και τούς έβαζε νά διαβάσουν γονατιστοί την ομολογία:
«Πάτερ, Κύριε του Ουρανού και της γης· εξομολογούμαι Σοι πάντα Τα κρυπτά και φανερά της καρδίας και διανοίας μου, α έπραξα έως της σήμερον. και άφεσιν αιτώ παρά Σου, τού δικαίου και εύσπλαχνου Κριτού- και χάριν τού μηκέτι αμαρτάνειν με».
Μετά δεχόταν την εξομολόγηση του καθενός χωριστά.
Ό εξομολογούμενος, εξομολογείτο γονατιστός.
Ό π. Άνατόλιος καθόταν σε μικρό σκαμνάκι
(λόγω των παθήσεων του στα πόδια).
Άρχιζε συνήθως με Το ερώτημα:
- Σώμα και ψυχή καλά;
- Καλά!
- Δόξα τω Θεώ!
και αφού οι εξομολογούμενοι τελείωναν, τούς έκανε νουθεσίες, συμβουλές, υποδείξεις, πού κατέπλητταν με την ακρίβεια και Το διαφαινόμενο πνευματικό του χάρισμα.
Μερικές φορές, και μόνο δύο ή τρεις λέξεις αρκούσαν γιατί ήταν γεμάτος χάρη αγίου Πνεύματος.
Τον παρακάλεσε κάποτε ή μοναχή Δύμνα:
- Γέροντα, θα ήθελα νά σάς ειπώ κάτι...
- Ευχαρίστως. Μα μόνο Τα δικά σου!.. και γράφει ή Δόμνα:
- Εξομολογείσαι, και φεύγεις από κοντά του, ανάλαφρος σαν νά πέταξες από επάνω φορτίο ασήκωτο.
Γράφει και ο Ίβάν Σμόλιτσεφ:
Το Σάββατο μετά Το φαγητό επήγαμε στον π. Άνατόλιο για εξομολόγηση. στο κελί του ήταν κιόλα μαζεμένοι πολλοί. και Τον περίμεναν. και ήθελα όλοι νά εξομολογηθούν.
Πρώτα, μας έβαλε και διαβάσαμε την «ομολογία». Μετά, εξομολόγησε άλλους. και, όταν ήρθε ή σειρά μας, εμάς· Τον καθένα χωριστά. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ την εξομολόγηση αύτη. Γεμάτο καλοσύνη, το πνευματοφόρο εκείνο γεροντάκι, νόμιζες κανείς, πώς ήθελε νά μάς μεταδώσει κάτι από την δική του αγιοσύνη· κάτι από την δική του καλοσύνη· κάτι από την δική του καθαρότητα ψυχής· νά βάλει μέσα μας την αγάπη για Τον Χριστό- και για τους ανθρώπους. και όταν προσευχόταν, Το καταλάβαινε; κανείς, ότι μόνο μία μάνα προσεύχεται με τόσο πόνοι για Τα παιδιά της. Ακόμη και οι άθεοι αισθάνονταν βαθιά συγκίνηση από την επικοινωνία με αυτόν Τον γέρο, πού είχε παιδική απλότητα και καλοσύνη. και εμάς, ή φωτεινή του καλοσύνη μάς γλύκαινε την ψυχή και μάς στερέωνε στην πίστη. και περιμέναμε γεμάτοι ειρήνη ψυχής την θεία Κοινωνία».
Στην εξομολόγηση πού έκανε, στόχο του είχα νά μην αφήνει σημεία χωρίς φως, χωρίς ξεκαθάρισμα σημεία - εστίες μολυσματικές.
Γράφει ή πνευματική του θυγατέρα καθηγήτρια Νίνα Βλαδίμηροβνα.
«Κάποια φορά, ενώ εξομολογούμην, ο πάτερ Άνατόλιος με ερώτησε, πόσους μαθητές έχω. Τού απάντησα: Δέκα. και αμέσως θυμήθηκα, ότι δεν ήταν δέκα, άλλά εννέα. Άλλά δεν θέλησα νά διορθώσω Τα λόγια μου: προτίμησα νά σιωπήσω. Μετά από λίγο με ξαναρωτάει:
-Πόσους μαθητές είπες, πώς έχεις; Ούτε κατάλαβα, πώς πάλι απάντησα:
-Δέκα.
Πάλι, για τρίτη φορά, με ερώτησε. και πάλι εγώ τού έδωκα την ίδια απάντηση. Ό γέροντας δεν μου διάβασε ευχή συγχωρητική. και μου είπε, μετά την βραδινή ακολουθία νά πάω νά εξομολογηθώ καθαρά τις αμαρτίες μου. Στέκω στην εκκλησία και δεν καταλαβαίνω, τι μου γίνεται! δεν ήθελα νά πάω νά ομολογήσω Το ψέμα μου· έστω και αν Το είπα, όπως Το είπα. και εκείνη την στιγμή ακούω:
-Δόξα Σοι, τω δείξαντι Το φως. Σηκώνομαι αυτοστιγμεί και πάω στον γέροντα.
και τού λέω όλη την αλήθεια με συντριβή. μου λέει εκείνος:
- Έλα και σύ- μην κάνεις έτσι! δεν είναι τίποτε! τι δέκα, τι εννιά!..
Προκειμένου για μοναχούς, Το κύριο στοιχείο στην εξομολόγηση τους είναι ή εξομολόγηση των λογισμών. και ή υποχρέωση των μοναχών είναι, νά εξομολογούνται τούς λογισμούς τους δύο φορές την ήμερα: πρωί και βράδυ.
Γράφει ο περίφημος ιστορικός της Όπτινα Ίβάν Μ. Κοντσέβιτς, περιγράφοντας την εξομολόγηση μοναχού:
«Ή εξομολόγηση των λογισμών είναι Το πιο ισχυρό όπλο στα χέρια τού πνευματικού πατέρα γέροντα. Ό γράφων βρέθηκε πολλές φορές στην Όπτινα. και παρακολούθησε, πώς ο στάρετς ιερομόναχος Άνατόλιος (Ποτάπωφ) δεχόταν την εξομολόγηση λογισμών από μοναχούς· κάτι πού τού έκαμε! εξαιρετική εντύπωση.
Πήγαιναν κοντά του «συγκεντρωμένοι», γεμάτοι ευλάβεια· ο ένας μετά Τον άλλο. Γονάτιζαν! Έπαιρναν ευλογία. Αντάλλασσαν λίγα λόγια. Μερικοί περνούσαν γοργά! Άλλοι αργούσαν κάπως. Ήταν αισθητό, ότι ο στάρετς συμπεριφερόταν σε όλους με πατρική στοργή. Μερικές φορές έκανε χρήση και σε «μέσα» όχι και τόσο μοναχικά. Π.χ. χτυπούσε στ« μέτωπο Τον γονατισμένο μοναχό, προφανώς θέλοντας κάτι νά τού τονίσει με την συμπεριφορά του αυτή! και όλοι έφευγαν ευχαριστημένοι, ειρηνευμένοι δυναμωμένοι. και αυτό δύο φορές την ημέρα: πρωί και βράδυ. και πράγματι ή ζωή στην Όπτινα ήταν άλυπη· και οι μοναχοί της γλυκείς και τρυφεροί! μεταξύ τους· και χαρούμενοι και περιεσκεμμένοι.
Πρέπει, ο καθένας νά ιδεί την εξομολόγηση των λογισμών με Τα δικά του μάτια, για νά κατάλαβε» την σημασία».
Το πώς χτιζόταν σιγά-σιγά ή αγία χαρά, πού πλημμύριζε την καρδιά τού γέροντα πού δεχόταν όλους τους λογισμούς, Το περιγράφει ένας παλαιός μοναχός με Τα λόγια:
- Γέμισε ή ψυχή μου με άρρητη χαρά. Αισθανόμουνα, ότι Το μυαλό μου είχε καθαρίσει από την λέρα των παθών. μία απέραντη γλύκα γέμιζε το εσωτερικό μου είναι- ήταν τόση, πού δεν μπορούσα ποτέ νά την εκφράσω. Το μαρτυρεί ή αλήθεια· ή πραγματικότητα. Στερεώθηκα τόσο στην πίστη σαν άσαρκος και ασώματος και απαθής. Αισθανόμουν νά με σκέπει ή επισκίαση τού Κυρίου. Αισθανόμουν ότι Το παντοδύναμο θέλημα Του με κρατούσε γερά...
Ή εξομολόγηση κοντά του αναγεννούσε και ανακαίνιζε.
Γράφει ή μοναχή Δόμνα:
«Επήγα νά εξομολογηθώ. και τού λέγω:
-Γέροντα, στο σπίτι όλα Τα βρήκα και Τα θυμήθηκα. Ήρθα τώρα νά εξομολογηθώ, και Τα ξέχασα!..
μου απάντησε:
- Ήρθες σε μένα, Τα ξέχασες! θα φύγεις και θα Τα ξαναθυμηθείς!
-Γέροντα, καιρό για προσευχή δεν έχω.
-Καλά. Σου φτάνει εσένα ή δουλειά!..».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου