Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

«Η Εκκλησία και ο λιμός»«Πώς θα κατασχεθούν τα τιμαλφή της Εκκλησίας».



Έχω πάρει το υλικό από τα «Δοκίμια για την ιστορία των εκκλησιαστικών ταραχών» του Άνατόλι Λεβίτιν, μέρος 1, Σαμιζντάτ, 1962, και από τα πρακτικά της ανάκρισης του πατριάρχη Τύχωνα, τόμ. 5, Δικαστικές ύποθέσεις.

Αντίθετα, οι εκκλησιαστικές δίκες πού επρόκειτο να γίνουν, ήταν εσωτερικές υποθέσεις. Δεν ενδιέφεραν την προοδευτική Ευρώπη και μπορούσαν να διεξαχθούν και χωρίς κώδικα.

Όπως είδαμε, το κράτος άντιλαμβανόταν τον διαχωρισμό της εκκλησίας από αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε πίστευε ότι τα κτίρια τής λατρείας και όσα ήταν κρεμασμένα, καρφωμένα ή ζωγραφισμένα μέσα σ' αυτά άνηκαν στο κράτος, ενώ στην Εκκλησία απέμενε μόνο ή Εκκλησία πού εδρεύει στις καρδιές, όπως λέει ή Αγία Γραφή. Έτσι το 1918, όταν πια φαινόταν πώς είχε κερδηθεί ή πολιτική νίκη, και πιο εύκολα από ότι περίμενε κανείς, αποφάσισαν να αρχίσουν τις δημεύσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας. Αυτή ή επίθεση προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση στον λαό. Επειδή όμως τότε μαινόταν ό εμφύλιος πόλεμος, θα ήταν παράλογο να δημιουργηθεί κι ένα ακόμα εσωτερικό μέτωπο εναντίων των θρήσκων. Αναγκάστηκαν λοιπόν να αναβάλουν για αργότερα τον διάλογο μεταξύ κομμουνιστών και χριστιανών.

Μετά το τέλος τού εμφυλίου πολέμου, και σαν φυσική του συνέπεια, ξέσπασε φοβερός λιμός στην περιοχή του Βόλγα. Επειδή λοιπόν κάτι τέτοια δεν προσθέτουν τίποτα στις δάφνες των νικητών αυτού τού πολέμου, ή Ιστορία μας δεν γράφει γι' αυτόν περισσότερες από δύο γραμμές. Ό λιμός όμως αυτός έφτασε μέχρι κανιβαλισμού: οι γονείς έτρωγαν τα ίδια τα παιδιά τους. Τέτοια συμφορά δεν είχε γνωρίσει ή Ρωσία ούτε στην «Εποχή των Ταραχών», στις αρχές τού 17ου αιώνα. (Όπως γράφουν οι ιστορικοί, την εποχή εκείνη το σιτάρι έμεινε για μερικά χρόνια αθέριστο κάτω από τα χιόνια και τούς πάγους).

Έστω και μια μόνο κινηματογραφική ταινία γι' αυτόν τον λιμό θα παρουσίαζε με διαφορετικό φωτισμό, όσα ξέρουμε για την Επανάσταση και τον εμφύλιο πόλεμο. Άλλα δεν υπάρχουν ούτε κινηματογραφικές ταινίες, ούτε μυθιστορήματα, ούτε στατιστικές μελέτες. Όλα αυτά προσπαθούν να τα ξεχάσουν, γιατί δεν εξωραΐζουν την κατάσταση. Άλλωστε έχουμε συνηθίσει να φορτώνουμε την αιτία κάθε λιμού στους κουλάκους- μα μέσα στον γενικό θάνατο ποιοί ήταν τότε κουλάκοι; Ό Β. Γ. Κορολένκο στις «Επιστολές προς τον Λουνατσάρσκι» (πού, παρά την υπόσχεση του τελευταίου, δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ στην χώρα μας) μας εξηγεί τους λόγους που οδήγησαν την χώρα στο λιμό και στην γενική εξαθλίωση. Ή παραγωγή είχε πέσει παντού (τα εργατικά χέρια ήταν απασχολημένα με τα όπλα), και οι αγρότες είχαν χάσει κάθε εμπιστοσύνη, καθώς και την ελπίδα πώς θα μπορούσαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους έστω και ένα ελάχιστο τμήμα τής σοδειάς τους. Άραγε θα μπορέσει ποτέ κανείς να υπολογίσει όλα εκείνα τα ατέλειωτα τραίνα πού, σύμφωνα με την συνθήκη ειρήνης του Μπρέστ, πήγαιναν επί ολόκληρους μήνες σ' αυτή την φιμωμένη Ρωσία, ακόμα και στις περιοχές πού θα ερήμωνε σε λίγο ό λιμός, φόρτωναν τρόφιμα για να τα πάνε στην Γερμανία τού Κάιζερ, ή οποία έδινε τότε τις τελευταίες μάχες τού πολέμου με την Δύση;

Ή αλυσίδα των συνεπειών είναι άμεση και σύντομη: οι κάτοικοι τής περιοχής τού Βόλγα έτρωγαν τα παιδιά τους, επειδή εμείς θέλαμε να απαλλαγούμε το ταχύτερο από την Συντακτική Συνέλευση.

Μα ή μεγαλοφυΐα τής πολιτικής είναι να καταφέρνεις να αντλής επιτυχίες ακόμα και από μια εθνική συμφορά. Τούς ήρθε ή φαεινή ιδέα: μ' ένα χτύπημα να ρίξουμε τρεις μπίλιες του μπιλιάρδου σε μια τρύπα. Άς ταΐσουν λοιπόν οι παπάδες την περιοχή τού Βόλγα! Είναι χριστιανοί, είναι καλοί άνθρωποι, γιατί όχι;

1) αν αρνηθούν, θα φορτώσουμε στην ράχη τους τον λιμό και θα συντρίψουμε την Εκκλησία,

2) αν δεχτούν, θα σαρώσουμε τις εκκλησίες,

3) και στις δύο περιπτώσεις, θα συμπληρώσουμε το συναλλαγματικό μας απόθεμα.

Φαίνεται πώς την σκέψη αυτή την εμπνεύστηκαν από τις ενέργειες της ίδιας της Εκκλησίας. Όπως κατέθεσε ό πατριάρχης Τύχων, τον Αύγουστο του 1921, μόλις άρχισε ο λιμός, ή Εκκλησία συγκρότησε επαρχιακές και πανρωσικές επιτροπές, πού άρχισαν να κάνουν εράνους για τούς πεινασμένους. Αν όμως επέτρεπαν στην Εκκλησία να παρέχει άμεση βοήθεια στους πεινασμένους τρέφοντάς τους με το χέρι της, αυτό θα υπονόμευε την δικτατορία του προλεταριάτου. Απαγόρευσαν λοιπόν τις επιτροπές και κατέσχεσαν τα χρήματα υπέρ τού δημοσίου ταμείου. Ό πατριάρχης αποτάθηκε για βοήθεια στον Πάπα της Ρώμης και στον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερυ, αλλά τον εμπόδισαν, εξηγώντας του πώς μόνο ή σοβιετική εξουσία μπορεί να κάνη διαπραγματεύσεις με ξένους. Άλλωστε δεν υπάρχει και κανένας λόγος ανησυχίας: όπως έγραψαν οι εφημερίδες, το κράτος έχει όλα τα μέσα για να αντιμετώπιση μόνο του τον λιμό.

Στο μεταξύ στην περιοχή του Βόλγα οι άνθρωποι έτρωγαν χορτάρια και σόλες και ροκάνιζαν τα ξύλινα πλαίσια από τις πόρτες. Τελικά, τον Δεκέμβριο τού 1921 ή Πομγκόλ (κρατική επιτροπή βοηθείας των πεινασμένων) έκανε την έξης πρόταση στην Εκκλησία: να προσφέρει στους πεινασμένους τα τιμαλφή των εκκλησιών, όχι όλα, αλλά εκείνα πού δεν χρειάζονταν για λειτουργική χρήση. Ό πατριάρχης συμφώνησε, και ή Πομγκόλ συνέταξε τις οδηγίες: όλες οι δωρεές πρέπει να γίνονται μόνο εθελοντικά! Στις 19 Φεβρουαρίου 1922 ό πατριάρχης έστειλε στις εκκλησίες μια επιστολή με την οποία επέτρεπε στα ενοριακά συμβούλια να θυσιάζουν αντικείμενα πού δεν ήταν απαραίτητα για την άσκηση τής λατρείας.

Έτσι όμως υπήρχε και πάλι ό κίνδυνος να καταλήξουν σε συμβιβασμό εξουδετερώνοντας την θέληση τού προλεταριάτου, όπως λίγο έλειψε να γίνει με την Συντακτική Συνέλευση, και όπως γίνεται σε όλα τα φλύαρα ευρωπαϊκά κοινοβούλια.

Και τότε τούς έρχεται μια σκέψη - κεραυνός! Μια σκέψη - διάταγμα! Το διάταγμα τής Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής (26 Φεβρουαρίου): να αφαιρεθούν από τους ναούς ό λ α τα τιμαλφή - για τούς πεινασμένους!

Ό πατριάρχης διαμαρτυρήθηκε στον Καλίνιν, αλλά εκείνος δεν απάντησε. Τότε, στις 28 Φεβρουαρίου, ό πατριάρχης συνέταξε μια καινούργια, μοιραία επιστολή: κατά την άποψη τής Εκκλησίας, μια τέτοια πράξη είναι ιεροσυλία και δεν μπορούμε να εγκρίνουμε τις κατασχέσεις.

Τώρα, ύστερα από πενήντα χρόνια πού πέρασαν, είναι εύκολο να κατακρίνει κανείς τον πατριάρχη. Βέβαια οι ηγέτες μιας χριστιανικής Εκκλησίας δεν θα έπρεπε να παρασύρονται από τέτοιες σκέψεις: μα δεν έχει άλλους πόρους ή σοβιετική εξουσία; ή π ο ι ό ς οδήγησε τον Βόλγα στον λιμό; Δεν έπρεπε να γαντζώνονται από αυτά τα τιμαλφή, γιατί δεν μπορούσε να βασιστεί σ' αυτά ή αναγέννηση (ανάκρισης θα γινόταν) τής πίστης με καινούργια ένταση. Πρέπει όμως να φαντασθούμε την θέση αυτού τού άτυχου πατριάρχη, πού είχε εκλεγεί μετά την Οκτωβριανή επανάσταση επικεφαλής μιας Εκκλησίας, ή οποία, στα λίγα χρόνια τής θητείας του, είχε γνωρίσει μόνο καταπιέσεις, διωγμούς και τουφεκισμούς, και ένιωθε πώς ήταν υποχρεωμένος να την υπεράσπιση.

Λοιπόν, οι εφημερίδες άρχισαν μια δυσφημιστική εκστρατεία κατά τού πατριάρχη και των ανώτατων εκκλησιαστικών λειτουργών, οι όποιοι στραγγάλιζαν την περιοχή τού Βόλγα με το κοκαλιάρικο χέρι τής πείνας! Και όσο πιο πολύ επέμενε ό πατριάρχης, τόσο περισσότερο εξασθένιζε ή θέση του. Τον Μάρτιο άρχισε μια κίνηση και ανάμεσα στον κλήρο: να παραχωρήσουν τα τιμαλφή και να έρθουν σε συμφωνία με τις αρχές. Ό επίσκοπος Άντονίν Γκρανόφσκι, πού είχε μπει στην Κεντρική Επιτροπή τής Πομγκόλ, εξέφρασε στον Καλίνιν τούς φόβους πού υπήρχαν ακόμα στο ζήτημα αυτόν: «Οι πιστοί φοβούνται μήπως τα τιμαλφή τής Εκκλησίας χρησιμοποιηθούν για άλλους, στενούς και ξένους προς την καρδιά τους σκοπούς». (Γνωρίζοντας τις βασικές αρχές τής Πρωτοποριακής Θεωρίας, ό έμπειρος αναγνώστης θα συμφωνήσει πώς αυτόν ήταν πολύ πιθανό. Αφού οι ανάγκες τής Κομιντέρν και τής Ανατολής, πού αποτίναζε τις αλυσίδες της, δεν ήταν λιγότερο άμεσες από τις ανάγκες τής περιοχής τού Βόλγα).

Με τον ίδιο τρόπο σκεφτόταν και ό μητροπολίτης τής Πετρούπολης Βενιαμίν, ό όποιος δεν δίστασε να δήλωση: «Όλα αυτά ανήκουν στον Θεό και θα τα δώσουμε μόνοι μας». Δεν πρέπει όμως να κατασχεθούν, αλλά να είναι εθελοντική δωρεά. Κι αυτός ήθελε τον έλεγχο εκκλησιαστικές μέρους του κλήρου και των πιστών: να συνοδεύουν τα τιμαλφή ως την στιγμή πού μετατρέπονται σε ψωμί για τους πεινασμένους. Τον βασάνιζε ή σκέψη ότι δεν έπρεπε να καταπατηθεί και ή κατηγορηματική θέληση τού πατριάρχη.

Στην Πετρούπολη φαινόταν πώς όλα εξελίσσονταν ομαλά. Στην συνεδρίαση τής Πομγκόλ τής Πετρούπολης, στις 3 Μαρτίου 1922, όπως αναφέρουν αυτόπτες μάρτυρες, ή ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη. Ό Βενιαμίν διακήρυξε: «Ή Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πρόθυμη να τα δώσει όλα, για να βοηθήσει τους πεινασμένους, και μόνο την βίαιη κατάσχεση θεωρεί Ιεροσυλία». Μα δεν χρειάζεται να γίνει κατάσχεση! Ό πρόεδρος τής Πομγκόλ τής Πετρούπολης Κανάτσικωφ διαβεβαίωσε πώς αυτή ή στάση τής Εκκλησίας θα προκαλέσει ευμενείς διαθέσεις απέναντι, της εκκλησιαστικές μέρους τής Σοβιετικής εξουσίας. (Σύ είπας!)Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι με μια θερμή παρόρμηση.

Ό μητροπολίτης είπε: «Το μεγαλύτερο βάρος για μας είναι ή διχόνοια και ή έχθρα.

Θα έρθει όμως ό καιρός πού θα ενωθούν όλοι οι Ρώσοι. Εγώ ό ίδιος θα σταθώ επικεφαλής των προσευχομένων, θα βγάλω όλο το χρυσάφι από την εικόνα τής Παναγίας του Καζάν, θα το ποτίσω με γλυκά δάκρυα και θα το παραδώσω». Έπειτα ευλογεί τους μπολσεβίκους, μέλη τής Πομγκόλ, και εκείνοι, ασκεπείς, τον συνοδεύουν ως την έξοδο. Ή «Πράβδα τής Πετρούπολης», στις 8, 9 και 10 Μαρτίου, επιβεβαιώνει αυτή την καλή έκβαση των συνομιλιών και γράφει με ευμένεια για τον μητροπολίτη. «Στο Σμόλνυ συμφώνησαν πώς τα εκκλησιαστικά σκεύη και οι επενδύσεις των εικόνων θα μετατραπούν σε ράβδους χρυσού μπροστά στους πιστούς».

Και πάλι όμως ξεφυτρώνει κάποιος συμβιβασμός! Οι δηλητηριασμένοι ατμοί τού χριστιανισμού δηλητηριάζουν την επαναστατική θέληση. Μια τέτοια ενότητα και μια τέτοια παράδοση των τιμαλφών δεν χρειάζεται στους πεινασμένους τής περιοχής του Βόλγα! Το χωρίς ραχοκοκαλιά προσωπικό τής Πομγκόλ τής Πετρούπολης αντικαθίσταται, οι εφημερίδες αρχίζουν να γαυγίζουν για «κακούς ποιμένες» και «πρίγκιπες τής Εκκλησίας» και δηλώνεται στους αντιπροσώπους τής Εκκλησίας: Δεν τις έχουμε ανάγκη τις θυσίες σας! Δεν χρειάζονται συζητήσεις μαζί σας! Τα πάντα ανήκουν στην εξουσία, και θα πάρει ότι θεωρεί απαραίτητο.

Και τότε στην Πετρούπολη, όπως και παντού, αρχίζουν οι κατασχέσεις, πού οδηγούν σε συγκρούσεις.

Τώρα υπήρχαν νόμιμες βάσεις για να αρχίσουν εκκλησιαστικές δίκες.

η) Εκκλησιαστική δίκη τής Μόσχας (26 Απριλίου - 7 Μαΐου 1922).

Έγινε στο Πολυτεχνικό μουσείο, Επαναστατικό δικαστήριο τής Μόσχας, πρόεδρος Μπέκ, εισαγγελείς Αούνιν και Λονγκίνωφ, δεκαεπτά κατηγορούμενοι, πρωθιερείς και λαϊκοί. Κατηγορία: διάδοση τής επιστολής τού πατριάρχη. Αυτή ή κατηγορία είναι πιο βαριά και από την παράδοση ή την μη παράδοση των τιμαλφών. Ό πρωθιερέας Α. Ν. Ζαοζιέρσκι ΕΙΧΕ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΤΙΜΑΛΦΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ, αλλά υποστήριζε, κατ' αρχήν, την επιστολή του πατριάρχη, θεωρώντας ιεροσυλία την βίαιη κατάσχεση των τιμαλφών. Έγινε λοιπόν ή κεντρική μορφή τής δίκης, και θα ΤΟΥΦΕΚΙΣΤΉ (Πράγμα πού αποδείχνει ότι εκείνο πού έχει σημασία δεν είναι να χορτάσουν τούς πεινασμένους, αλλά να συντρίψουν την Εκκλησία στην κατάλληλη στιγμή).

Στις 5 Μάιου καλείται σαν μάρτυς στο δικαστήριο ό πατριάρχης Τύχων. Και μ' όλο πού το κοινό στην αίθουσα είναι διαλεγμένο (στο ζήτημα αυτό το 1922 δεν διαφέρει πολύ από το 1937 και το 1968), το προζύμι τής παλιάς Ρωσίας είναι ακόμα τόσο δυνατό και το σοβιετικό βερνίκι τόσο αδύνατο, ώστε,

όταν μπαίνει στην αίθουσα ό πατριάρχης, περισσότεροι από τους μισούς παρόντες σηκώνονται για να πάρουν την ευλογία του.

Ό Τύχων παίρνει επάνω του όλη την ευθύνη για την σύνταξη και την διάδοση τής επιστολής. Ό πρόεδρος προσπαθεί να μάθη: Μα αυτόν είναι αδύνατο! Είναι δυνατό να έγραψε με το χέρι του όλες αυτές τις γραμμές; Ασφαλώς εσείς μόνο υπογράψατε, ποιός την έγραψε; Ποιοι ήταν οι σύμβουλοι σας; Και έπειτα: γιατί αναφέρατε στην επιστολή την εκστρατεία των εφημερίδων εναντίον σας; (Αφού οι εφημερίδες κατακρίνουν εσάς, είναι ανάγκη να το ακούμε έ μ ε ϊ ς...). Τί θέλατε να πείτε μ' αυτόν;

Πατριάρχης: Αυτή την ερώτηση πρέπει να την κάνετε σε κείνους πού άρχισαν την εκστρατεία. Σε τί αποβλέπουν;

Πρόεδρος: Αυτόν δεν έχει όμως καμιά σχέση με την θρησκεία!

Πατριάρχης: Έχει ιστορική σημασία.

Πρόεδρος: Χρησιμοποιήσατε την έκφραση πώς ενώ κάνατε διαπραγματεύσεις με την Πομγκόλ, δημοσιεύθηκε το διάταγμα πίσω από την πλάτη σας;

Τύχων: Ναι.

Πρόεδρος: Έχετε λοιπόν την γνώμη πώς ή Σοβιετική εξουσία δεν έπραξε σωστά;

Συντριπτικό επιχείρημα! Θα μάς το επαναλάβουν εκατομμύρια φορές, τις νύχτες, στα γραφεία των ανακριτών! Εμείς όμως δεν θα τολμήσουμε ποτέ να απαντήσουμε έτσι απλά:

Πατριάρχης: Ναι.

Πρόεδρος: Θεωρείτε τούς ισχύοντες νόμους στο κράτος αναγκαστικούς για σάς, ή όχι;

Πατριάρχης: Ναι, τούς θεωρώ αναγκαστικούς, όταν δεν αντιτίθενται στους κανόνες τής ευσέβειας.

(Θα έπρεπε να απαντούν όλοι έτσι! Τότε θα ήταν διαφορετική ή Ιστορία μας!)

Ακολουθεί συζήτηση για τούς κανόνες τής Εκκλησίας. Ό πατριάρχης διευκρινίζει: ανάκρισης ή Εκκλησία παραδίδει μόνη της τα τιμαλφή, δεν υπάρχει ιεροσυλία, ανάκρισης όμως τής τα παίρνουν παρά τη θέλησή της, αυτόν είναι ιεροσυλία. Ή επιστολή δεν λέει να μην παραδοθούν καθόλου τα τιμαλφή, αλλά καταδικάζει μόνο την αφαίρεση τους από την Εκκλησία παρά την θέλησή της.

(Αυτό μάς ενδιαφέρει κυρίως: «παρά την θέλησή της»!)

Ό πρόεδρος σύντροφος Μπέκ απορεί: Τί είναι λοιπόν πιο σημαντικό για σάς; οι κανόνες τής εκκλησίας ή ή άποψη τής σοβιετικής κυβέρνησης;

(Ή αναμενόμενη απάντηση είναι:... τής σοβιετικής κυβέρνησης).

-Εντάξει, ας παραδεχτούμε πώς είναι ιεροσυλία σύμφωνα με τούς κανόνες, φωνάζει ό κατήγορος. Ας το δούμε όμως από την άποψη τής ευσπλαχνίας!!

(Για πρώτη φορά και για τελευταία μέσα σε 50 χρόνια επικαλούνται στο δικαστήριο την άμοιρη την ευσπλαχνίας...).

Γίνεται και μια φιλολογική ανάλυση: «ιεροσυλία» προέρχεται από τις λέξεις «συλώ» (λεηλατώ, κλέβω) και «ιερά».

Κατήγορος: Επομένως εμείς, οι εκπρόσωποι τής σοβιετικής εξουσίας, είμαστε κλέφτες των ιερών αντικειμένων;

(Παρατεταμένη φασαρία στην αίθουσα. Διακοπή. Οι πράκτορες τού διοικητή τής φρουράς επί το έργον).

Κατήγορος: Δηλαδή αποκαλείτε κλέφτες τούς αντιπροσώπους τής σοβιετικής εξουσίας, την Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή;

Πατριάρχης: Αναφέρω μόνο τούς κανόνες.

Έπειτα συζητείται ό όρος «βεβήλωση». Όταν κατασχέσανε την χρυσή επένδυση τής εικόνας από την εκκλησίας τού Αγίου Βασιλείου τής Καισαρείας, επειδή δεν χωρούσε στο κασόνι, την πάτησαν με τα πόδια. Ήταν όμως ό ίδιος ό πατριάρχης εκείνα;

Κατήγορος: Που το ξέρετε; Πέστε μας το όνομα τού παπά πού σάς το είπε! (δηλαδή: θα τον βάλουμε αμέσως μέσα!)

Ό πατριάρχης δεν το λέει.

Επομένως είναι ψέμα!

Ό κατήγορος τον πιέζει θριαμβεύοντας: Εμπρός, πέστε μας, ποιός διέδωσε αυτή την σιχαμερή συκοφαντία;

Πρόεδρος: Πέστε μας τα ονόματα αυτών πού ποδοπάτησαν την επένδυση τής εικόνας. (Είχαν αφήσει, βέβαια, τα επισκεπτήρια τους!) Αλλιώς το δικαστήριο δεν μπορεί να σας πιστέψει!

Ό πατριάρχης δεν μπορεί να πείτε τα ονόματα.

Πρόεδρος: Επομένως ή δήλωσή σας είναι αστήρικτη!

Μένει ακόμα να αποδειχτώ πώς ο πατριάρχης ήθελε να ανατρέψει την σοβιετική εξουσία. Και να πώς αποδείχνεται: «Ή προπαγάνδα είναι προσπάθεια τής προετοιμασίας των πνευμάτων, για να προετοιμαστεί. υστέρα, ή ανατροπή τής εξουσίας».

Το δικαστήριο αποφασίζει να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του πατριάρχη.

Στις 7 Μάιου βγάζουν την απόφαση: από τούς δεκαεπτά κατηγορουμένους οι ένδεκα καταδικάζονται σε θάνατο (θα τουφεκιστούν πέντε).

Όπως έλεγε ό Κρυλένκο: εδώ δεν ήρθαμε για να αστειευτούμε.

Έπειτα από μια βδομάδα ό πατριάρχης καθαιρείται και συλλαμβάνεται. (Αυτόν δεν είναι ακόμα το τέλος. Για την ώρα τον πηγαίνουν στο μοναστήρι Ντονσκόι, όπου θα τον κρατήσουν κρυφά, σε αυστηρή απομόνωση, ώσπου να συνηθίσουν οι πιστοί στην απουσία του. Θυμάστε πώς απορούσε, όχι πριν από πολύ καιρό, ό Κρυλένκο: Μα ποιός κίνδυνος απειλεί τον πατριάρχη;... Όταν ό κίνδυνος πλησιάζει με βήματα κλέφτη, δεν γλυτώνεις ούτε με κωδωνοκρουσίες, ούτε με τηλέφωνα).

Δύο βδομάδες αργότερα συλλαμβάνεται στην Πετρούπολη και ό μητροπολίτης Βενιαμίν. Δεν ήταν ανώτερος αξιωματούχος τής Εκκλησίας, δεν ήταν καν διορισμένος όπως όλοι οι μητροπολίτες. Την άνοιξη τού 1917, για πρώτη φορά από την εποχή του αρχαίου Νόβγκοροντ, είχαν εκλεγεί οι μητροπολίτες τής Μόσχας και τής Πετρούπολης. Προσιτός σε όλους, ήπιος, τακτικός επισκέπτης στις φάμπρικες και στα εργοστάσια, πολύ δημοφιλής στον λαό και στους κατώτερους κληρικούς, ό Βενιαμίν είχε εκλεγεί με τούς ψήφους τους. Μη μπορώντας να καταλάβει την εποχή του, θεωρούσε ότι βασικός του σκοπός ήταν να απελευθέρωση την Εκκλησία από την πολιτική, «γιατί στο παρελθόν υπέφερε πολλά από την πολιτική».

ΒΙΒΛΙΟΓ. ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ. ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: