Η ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΗΓΟΡΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΠΑΝΑΚΙΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ.
Γύρω στο 1950 μια χειμωνιάτικη μέρα, ήρθε στα μέρη μας φερμένη από το χωριό Ράδου της Ιθώμης, η Σταυρούλα Μπακαράκη. Έλεγε ότι την είχε δείρει ο αδελφός της για μια “αταξία” που είχε κάνει, και την είχε διώξει από το σπίτι. Εκείνη την εποχή τέτοιου είδους αμαρτήματα δεν συγχωρούνταν…και ας ήταν χαμηλού πνευματικού επιπέδου.Γύρω στο 1950 λοιπόν εμφανίστηκε στα μέρη μια γυναίκα 25 – 30 χρονών. Ούτε και η ίδια γνώριζε πότε είχε γεννηθεί. Κοντούλα λίγο σγουφτή και χαζούλα από γεννησιμιού της, όπως μου λέγαν οι κάτοικοι της περιοχής. Η περιουσία της ένα μπογαλάκι με μερικά ρουχαλάκια, και μια κουβέρτα στρατιωτική,που την χρησιμοποιουσε για πανοφώρι να την προστατεύει από το κρύο, και για πάπλωμα και σκέπασμα οταν ξάπλωνε τα κρύα βράδυα. Για σπίτι, όπου την έβρισκε το βράδυ…ένα χάλασμα, κάτω από κανένα μπαλκόνι και αν ήταν τυχερή, εύρισκε καμιά γωνιά απαγγερή στο “μπεζεστένι” στο πάνω Κοπανάκι. ‘Η κούρνιαζε κυνηγημένη από τους χωρικούς, στη ρίζα καμιάς πατουλιάς σαν τρομαγμένο ζώο. Για φαϊ ότι της έδινε οι νοικοκυράδες από το υστέρημά τους, ακόμη και για ένα σπίρτο ζητιάνευε για να ανάψει φωτιά, να ζεστάνει το ταλαίπωρο κορμί της, από τις κρύες νύκτες του χειμώνα και την υγρασία του τόπου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η επαφή με το χώμα, της δημιουργούσε προβλήματα υγείας, όλο το κορμί της την πονούσε και έτρεμε από τον πυρετό και το κρύωμα. Πόσες και πόσες φορές δεν ερχόταν στο κατώφλι του φαρμακείου μας να ζητήσει την βοήθειά μας….Για σκουτιά μία φορεσιά όλη και όλη, δεύτερη αλλαξιά δεν είχε. Βλέπεις εκείνη την εποχή, ακόμη και τα παλιά ρούχα ρούχα τα σκίζανε σε λουρίδες,για να φτοιάξουν στον αργαλιό κουρελούδες. Σωματική καθαριότητα, αν ήταν καλοκαίρι κάτι γινόταν, τον χειμώνα; ούτε λόγος. ακόμη και από μακρυά η μπόχα ήταν αφόρητη, δύσκολο να την πλησιάσεις…Και όμως παρ’ όλη την κατάστασή της αυτή, ορισμένοι την εκμεταλευόντουσαν σεξουαλικά!!! Αποτέλεσμα…να φέρει στον κόσμο ένα πολύ ωραίο κοριτσάκι κάποια μέρα. Καθυστερημένη όμως η Σταυρούλα καθώς ήταν, δεν είχε ούτε τις βασικές γνώσεις αλλά και δυνατότητες να το μεγαλώσει, να το προστατεύσει από τις καιρικές συνθήκες, να το ταϊσει ή να το αλλάξει. Δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που από μητρική ευαισθησία, όταν μπορούσαν την βοηθούσαν. Το μωρό όλο έκλαιγε, και η καϋμένη Σταυρούλα ανύμπορη να κάνει το παραμικρό ήταν συνεχώς… δακρυσμένη. Μπορεί να ήταν καθυστερημένη, ο πόνος και τα κλάματα του μωρού δεν την άφηναν ασυγκίνητη. Όμως υπήρχαν και “άνθρωποι” με όλη την σημασία. Περνώντας από το καφενείο του κυρ’ Αποστόλη και το τσαγκαράδικο του πεθερού μου Γιώργη, με το μωρό στην αγκαλιά της, γυμνό και σκεπασμένο με την στρατιωτική κουβέρτα, με τα μάτια βουρκωμένα. Την πήγαν στου Φρέκα το μαγαζί και της αγόρασαν ασπρόπανα για πάνες, ρουχαλάκια για να ζεστάνει το μωρό της, κουβερτούλα και από τα μαγαζιά τους γάλατα και παπούτσια. “Σας ευχαριστώ πατριώτες που βρεθήκατε στον δρόμο μου, τους είπε με τον ιδιόρυθμο τρόπο που μίλαγε μασώντας τα λόγια της. Όμως το μωρό αρώστησε, από την μια η παγωνιά, από ρην άλλη οι κακουχίες , η κακή διατροφή και οι κανόνες υγιεινής….Ανάγκασαν την κοινωνική λειτουργό να της παρει το παιδί, και να το πάει στο ΠΙΚΠΑ της Καλαμάτας για καλύτερα. Σε λίγο καιρό το αγγελούδι πέθανε, το φέρανε εδώ στο Κοπανάκι νεκρό για να ταφεί στο νεκροταφείο στο Λάπι το 1958. Όπως μου έλεγε η κυρά Σπυρούλα Σοφού, είχε και τις καλές στιγμές της μέσα στην χαζομάρα της. Κάποτε περνώντας στην δημοσιά μπροστά από το καφενείο του “Ντίντιρι”, την ρώτησα: “Τι κάνεις Σταυρούλα μου;” και μου απαντάει…”Τι να κάνω κυρία μου…παίρνει της νοικοκυράδες ο Θεός , αφήνει τα ορφανά στους δρόμους. και αφήνει εμένα να “χασμουδεύει” μαζί μου ο κόσμος”!!! (δηλαδή να κοροϊδεύει). Στο τέλος την περιμάζεψε γύρω στο 1968 – 1970 ο Μήτρο Κατσούλης είχε χάσει την γυναίκα του, τα κορίτσια του είχαν ξενιτευτεί. Συζούσανε με την Σταυρούλα σε ένα φτωχοκάλυβο, μια κάμαρα όλη και όλη, εκεί η κουζίνα με την τραπεζαρία και την κρεβατοκάμαρα, ολη η περιουσία τους. Η τουαλέτα έξω στην εξοχή, τζάκι δεν υπήρχε, φωτιά άναβε στο χωματένιο δάπεδο και ο καπνός έβγαινε από τα κεραμίδια που έχασκαν μεταξύ τους. Δίπλα ενα καλυβάκι για σταύλο με δύο κατσικούλες και καμιά κότα. Σιγά σιγά την ασφάλησε και της έβγαλε μια μικρή σύνταξη. Λίγα χρόνια έζησαν μαζί, όμως πέθανε ο γέρο Μήτρο Κατσούλης ο προστάτης και σύντροφος, και η Σταυρούλα έμεινε πάλι μόνη. Που και που στεκότανε έξω από το φαρμακείο, και κοίταζε με προσμονή την γυναίκα μου, περιμένοντας να της δώσει κάποιο φάρμακο που είχε ανάγκη. Στο τέλος μετά από υπόδειξη της κοινωνικής λειτουργού που ήταν επικεφαλής της ομάδας “βοήθεια στο σπίτι”…την πήγαν παρά τις αντιρήσεις της στο γηροκομείο. Εκεί της συνέβει ένα ευχάριστο περιστατικό. Στο γηροκομείο την ρώτησαν αν και ποια σχέση είχε με κάποιο άτομο, που είχε το ονομα του αδελφού της….τον οποίο δεν είχε δει από τότε που την έδιωξε από το χωριό. Δεν ήξερε ουτε και αν ζούσε ο αδελφός της. Μόλις ειδε η μία τον άλλον, το αίμα μίλησε ξεχάστικαν όλα όσα είχαν γίνει, αγκαλιάστικαν και έκλαψαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η χαρά της δεν βάσταξε και πολύ, σε λίγα χρόνια έφυγε ο αδελφός. και έμεινε πάλι μόνη η Σταυρούλα….Σήμερα ζει με την συντροφιά των άλλων οικοτρόφων στο γηροκομείο, με το φαγάκι, της άνεσή της, το ζεστό περιβάλλον και την περιποίησή της. Πολλές γυναίκες την επισκέπτονται, προς τιμήν τους ακόμη και σήμερα. Όταν τις βλέπει το πρόσωπό της λάμπη από χαρά και ευτυχία. Άφησε και αυτή τα ίχνη της και την ιστορία της στον τόπο μας. Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ Σταυρούλα. Να είσαι καλά και γερή εκεί που βρίσκεσαι.
Εργασία: ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ ,komianos wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου