Παραμονή Θεοφανείων του 2000. Πρωτάγιαση (αγιασμός της παραμονής των Θεοφανείων). Στο Πήλιουρι, ένα χωριό της Χειμάρρας της Βορείου Ηπείρου, ό ιερέας κατεβαίνει από το αυτοκίνητο πού τούς μετέφερε ως εκεί και ετοιμάζεται ν' αγιάσει τα σπίτια.
Μία ώρα και ένα τέταρτο έκαναν με το αυτοκίνητο για να φτάσουν. Το χωριό είναι κρυμμένο πάνω στα όμορφα ιστορικά Χειμαρριώτικα βουνά. Ό δρόμος τραχύς, επικίνδυνος. Το αυτοκίνητο αγκομαχούσε να ξεκολλήσει από τις λάσπες που δημιούργησε ή βροχή τις προηγούμενες ημέρες. Είναι νέος Ιερεύς, μόλις πριν από δύο μήνες χειροτονημένος Πρεσβύτερος. Είχε έρθει από την Ελλάδα μαζί με τρεις φοιτητές για να βοηθούν στο αναλόγιο και για την μεταφορά των αναγκαίων για τις ιεροπραξίες στα χωριά της περιοχής και όπου άλλου θα χρειαζόταν.
Ή πρώτη τους επίσκεψη ήταν ό ί. Ναός στην είσοδο του χωριού. Το άθεο καθεστώς τον έκαμε «σπίτι του λαού», έπειτα αποθήκη. Θλιβερό το θέαμα! Χορταριασμένα τα σκαλοπάτια, αμπαρωμένη ή πόρτα. Κανένα σημάδι ζωής. Αφημένη, λες, στην φθορά του χρόνου για να καταστρέψει ότι άφησαν πίσω τους οι άθεοι.
Τα παιδιά έτρεξαν να χτυπήσουν τις πόρτες του χωρίου, για να αναγγείλουν την άφιξη του ιερέα. Σε λίγο έγινε συναγερμός. Ή μία νοικοκυρά με την άλλη μάθαιναν τα σπουδαία νέα. «Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ήρθε παπάς να μας αγιάσει», έλεγαν με δάκρυα στα μάτια. Άλλες έριξαν στρωσίδια στις εισόδους. Άλλες έκοψαν τα καλύτερα άνθη από τον κήπο τους για την υποδοχή. Όλοι περίμεναν στην εξώπορτα. Τα σκυλιά στις ολοκάθαρες αυλές συμμετείχαν στην χαρά. Το γαύγισμα τους χαρούμενο, διαφορετικό.
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...», αντηχούσε σ' όλο το χωριό. Τα ράσα του παπά γέμισαν λάσπες, βάρυναν. Τα υποδήματα των φοιτητών και αυτά σκεπάστηκαν από την λάσπη. Και όμως όλοι χαίρονταν.
Πέρασαν τρεισήμισι ώρες μέχρι να αγιάσουν όλα τα σπίτια. Έμεινε ένα σπίτι στην άκρη τού χωριού, μακριά λίγο. Κάποιοι είπαν ότι θα πάμε εμείς να τούς δώσουμε τον αγιασμός γιατί είστε κουρασμένοι. Δεν έπρεπε να γίνει όμως έτσι. Δύο γυναίκες, μία γερόντισσα και ή κόρη της περίμεναν τον ιερέα. Φίλησαν με λαχτάρα τον Σταυρό. Οδήγησαν τον ιερέα και την συνοδεία του σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Σε ένα από αυτά μία νέα ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι. «Πάτερ, ή εγγονή μου», φωνάζει σπαρακτικά ή γερόντισσα. «Είναι 18 ετών. Πολύ καλή κοπέλα. Περνάει μία δοκιμασία αλλά είναι μεγάλος ό Θεός». Ή μητέρα της δίπλα κλαίει βουβά. Θέλουν και οι δύο γυναίκες να πουν κάτι στον ιερέα αλλά διστάζουν:
-Θα θέλαμε, πάτερ, να σάς ζητήσουμε κάτι. Ή κοπέλα πού αγιάσετε μέσα στο δωμάτιο είναι ανάπηρη, τετραπληγική. Πριν από τρία χρόνια βαπτίστηκε. Από τότε νηστεύει αυστηρά και δεν έχει φάει κρέας. Τετάρτη και Παρασκευή ούτε λάδι. Προσεύχεται και περιμένει μήπως έρθει κάποιος ιερέας να την κοινωνήσει. Λέγαμε λοιπόν μήπως ή άγιότης σου θα μπορούσε.
-Αύριο, είπε ό ιερέας είναι Θεοφάνεια. Μεγάλη ημέρα. Κάτω στην Χειμάρρα θα είναι πολύς ό κόσμος. Θα κοινωνήσουν και στην συνέχεια θα ρίξουμε τον Τίμιο Σταυρό στην θάλασσα. Καταλαβαίνετε ότι θα αργήσουμε πολύ.
-Δεν πειράζει, πάτερ. Θα περιμένουμε όσο χρειαστεί. Όταν το μάθη ή κοπέλα μας, δεν πρόκειται από σήμερα ούτε νερό να πιει. Αυτό το λαχταράει. Λοιπόν τί λέτε;
Την άλλη μέρα, αργά το μεσημέρι, το ίδιο αυτοκίνητο με τούς ίδιους ανθρώπους κατευθύνεται στο χωριό. Κανείς δεν μιλά. Φτάνουν. Περπατούν αρκετή ώρα μέχρι το σπίτι. Μπροστά προπορεύεται κάποιος με ένα κερί αναμμένο. Στο πλατύσκαλο τού σπιτιού οι δύο γυναίκες κλαίνε από χαρά κάνοντας βαθιές μετάνοιες για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. Βουβές, αμίλητες κάνουν τον σταυρό τους με σεβασμό και οδηγούν με προσοχή τον ιερέα στο δωμάτιο τής κόρης.
«Μεταλαμβάνει ή δούλη τού Θεού Ελευθερία το Σώμα και το Αίμα τού...». Όμως, πριν μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια ό λειτουργός τού Θεού σταματά. Κάτι συμβαίνει. Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. Σαν κάτι να τα ενοχλεί. Αφού άφησε την άγια λαβίδα στο άγιο Ποτήριο, έτριψε τα μάτια του πού θαμπώνονταν εκείνη την στιγμή, διερωτώμενος κάθ' εαυτόν με απορία διά το τί συμβαίνει. Τα μάτια της Ελευθερίας προσηλωμένα στο Άγιο Ποτήριο λάμπουν. Φεγγοβολούν τόσο πολύ, ώστε κατάπληκτος ό ιερέας να μην μπορεί πλέον να διακρίνει το πρόσωπο της. Ένα φώς υπέρλαμπρο με συνεχώς αυξανόμενη ένταση απλωνόταν σιγά-σιγά σε όλο το δωμάτιο. Αισθανόταν ότι τον άκουμπάει. Το χέρι του πού ήταν κοντά αισθάνθηκε την θαλπωρή του. Τρόμαξε. Το φώς εκείνο δεν είχε το χρώμα της φλόγας λαμπάδας αλλά ήταν λευκό, δυνατό, απαλό, όχι εκτυφλωτικό. Ήταν τόσο δυνατό πού ό ιερέας δεν έβλεπε το πρόσωπο και το στόμα της.
Σαστισμένος και με μεγάλη προσπάθεια για να μην τρέμει το χέρι του, έχοντας στην μνήμη του το πρόσωπο της κοπέλας, μεταδίδει την Θεία Κοινωνία. Κατάλαβε ότι κοινώνησε, όταν αισθάνθηκε ότι ή άγια λαβίδα άγγιξε στα δόντια της μεταλαβούσης. «Ευχαριστώ πολύ, πάτερ», άκουσε στο βάθος του μυαλού του την φωνή της νεαρής κοπέλας.
Είχε σκοπό να καταλύσει το Άγιο Ποτήριο στο δωμάτιο με το εικονοστάσι της οικογενείας. Αδύνατον. Σιωπηλά χαιρετά τις σπιτονοικοκυρές κάνοντας ένα νεύμα στους φοιτητές πού τον βοηθούσαν, ότι πρέπει να φύγουν. Εκείνες παρακαλούν για να τούς φιλοξενήσουν. Ό ιερέας όμως δεν ακούει. Κρατά σφιχτά στο δεξί του χέρι το Άγιο Ποτήριο και κατευθύνεται γοργά στο βάθος του μικρού δάσους πού βρίσκεται πέρα από το σπίτι. Το ρίγος διαπερνά το σώμα του. Αναλογίζεται τί ήταν αυτό πού του συνέβη; Καταλύει βιαστικά.
«Πάτερ, είστε καλά;» ρωτούν τα παιδιά. «Ναι, βέβαια, πάμε τώρα γιατί αργήσαμε...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου