Βοηθοί ασθενοφόρων
Στην έρημο ζούσε ένας μοναχός που ονομαζόταν Γεώργιος. Μου είπε ότι είχε ιδιαίτερο ζήλο προσευχής για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τον Άγιο Γεώργιο και ότι συχνά τον έσωζαν από τα χέρια ληστών και από επιθέσεις ζώων στο δάσος. Έναν χειμώνα τον περιέβαλε μια αγέλη λύκων. Δεν υπήρχε πουθενά να τρέξει, ο θάνατος φαινόταν αναπόφευκτος. Ξάπλωσε μπρούμυτα στο έδαφος και άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο Γεώργιο. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε ότι οι λύκοι κάθονταν γύρω του, αλλά κάποια δύναμη τους εμπόδιζε να ορμήσουν και να τον κάνουν κομμάτια. Ο χρόνος πέρασε και ξαφνικά ένας λύκος ούρλιαξε και άλλοι τον ακολούθησαν. Ήταν σαν να ζητούσαν άδεια από κάποιον: «Πεινάμε, ας φτάσουμε στο θήραμά μας». Ξαφνικά το σμήνος φεύγει και τρέχει προς το δάσος.
Θυμήθηκε επίσης ένα άλλο περιστατικό. «Κέρδιζα τα προς το ζην φτιάχνοντας σταυρούς και κουτάλια από ξύλο, αγοράζοντας επίσης κερί και ρίχνοντας κεριά. Σιγά σιγά τα πήγα στην πόλη σε μια οικογένεια, πουλούσαν τα προϊόντα μου και αγόραζαν προμήθειες, τις οποίες πήγα στην έρημο. Μια μέρα, όχι μακριά από την πόλη, η αστυνομία με σταμάτησε και με ρώτησε ποιος ήμουν και τι έκανα εκεί. Τότε είπαν: «Ας πάμε στην αστυνομία να το τακτοποιήσουμε εκεί». Ξαφνικά ακούσαμε μια κραυγή και είδαμε δύο άτομα να περπατούν γρήγορα κατά μήκος του δρόμου έξω από την πόλη. Οι αστυνομικοί τους φώναξαν. Φάνηκαν να μην δίνουν προσοχή και απλώς επιτάχυναν το βήμα τους. Οι αστυνομικοί με εγκατέλειψαν και τους καταδίωξαν. Έφυγα από τον δρόμο και κρύφτηκα στους θάμνους. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσα τους αστυνομικούς να βρίζουν ότι με είχαν χάσει και δεν τους είχαν προλάβει. Αφού κάθισα για δύο ώρες, συνέχισα το δρόμο μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου