Στα μεγάλα μοναστήρια του Αγίου Όρους παλαιά, είχαν πολλούς εργάτες. Πολλοί έρχονταν διά τον έπιούσιον και μόνο και είναι ζήτημα αν περίσσευε να στείλουν και κάτι στην οικογένεια τους. Ή φτώχεια έφερνε και την κακομοιριά και συχνά μεταξύ των εργατών υπήρχαν παρεξηγήσεις. Έτσι σε ένα αγιορείτικο κοινόβιο , από πειρασμό; ζήλεια; φθόνο; ποιός ξέρει; Ένας εργάτης έκλεψε από έναν άλλο συνεργάτη του ένα τσουβάλι αλεύρι πού θα τον είχε προφανώς για να τον στείλει στην οικογένεια του. Στενοχωρημένος τότε αυτός πού έχασε τον αλεύρι, έδωσε κατάρα! Δυστυχώς όταν κοιμήθηκε ό κλέπτης, δεν ξέρουμε πώς τον έκρινε ό Θεός, αλλά κατά την ανακομιδή του, μετά τα τρία χρόνια, κατά την τάξιν της εκκλησίας μας ήταν άλιωτος! Ή είδηση στενοχώρησε όλους αλλά και τους πατέρες τής Μονής. Έφτασε και στα αυτιά τού αδικημένου εργάτου πού παρόλα τα χρόνια πού πέρασαν δεν τον είχε συγχωρέσει. Τον άκουσαν τότε να λέγει: «Καλά έπαθες, γιατί μού έκλεψες τον αλεύρι»! Αυτόν τον λόγον του τον έμαθε και ό Ηγούμενος τής Μονής και στο τέλος τού λέγει: Αν σου δώσουμε τον αλεύρι εμείς, θα τον συγχωρέσεις; Και βέβαια θα τον συγχωρέσω, απήντησε. Έδωσαν λοιπόν τον αλεύρι στον εργάτη και τον συγχώρεσε με όλη του την καρδιά. Τότε αμέσως τον σώμα τού κλέπτου διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη!
Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμεθα στα λόγια μας! Να ευλογούμε πρέπει και να μην καταρώμεθα, ούτε για αστείο!
Μάταια προσπαθούσε ένας άρρωστος μοναχός να ζητήσει συγγνώμη από τον συγκοινοβιάτη του. Σαν άνθρωποι νικήθηκαν έκρινε τού πονηρού και μάλωσαν. Ό ασθενής μοναχός θέλοντας να τακτοποιηθή ή παρεξήγησις, τον προσκάλεσε πολλές φορές για να τού βάλει μετάνοια και να τού πει τον εύλόγησον. Αντίθετα σκληρύνθηκε ή καρδιά τού άλλου και τού είπε ψυχρά λόγια. Κοιμήθηκε ό ασθενής μοναχός και επί σαράντα ημέρες ό σκληρόκαρδος μοναχός εδέχετο στο κελί του την επίσκεψη τού κεκοιμημένου αδελφού πού τον απειλούσε με ένα σπαθί στο χέρι και τού έλεγε: Εξ αιτίας σου κολάσθηκα!
Ασφαλώς αυτός τον παραχώρησε ό Θεός διά να συνέτιση τον σκληρόκαρδο μοναχό πού δεν έξόδιος ακολουθία έβαινε προς τον τέλος της και στο «Δεύτε τελευταίον ασπασμό», όλοι κατά τάξιν οι πατέρες και οι αδελφοί, περνούν και ασπάζονται τον κεκοιμημένον άδελφόν τους για τελευταία φορά. Έφτασε και ή σειρά ενός αδελφού πού είχε πρόβλημα μαζί του και δεν είχαν συγχωρεθεί. Τότε συνέβη κάτι φοβερό! Την ώρα πού έσκυψε ό αδελφός να ασπασθή τον κεκοιμημένο, ακούουν να λέγει σάν να ήταν ζωντανός ό νεκρός, «για σένα κολάστηκα»! !
Ας ευχόμεθα ό Θεός να μας εύρη εν μετανοία και να μας κάνη κοινωνούς της επουρανίου Βασιλείας Του!
ΒΙΒΛ. Ο ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ Ο ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου